ἐντύπωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=entypoma
|Transliteration C=entypoma
|Beta Code=e)ntu/pwma
|Beta Code=e)ntu/pwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which is graved]], <b class="b3">χηλῆς ἐ</b>., of a pier, <span class="bibl">Agatharch.92</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which is graved]], <b class="b3">χηλῆς ἐ</b>., of a pier, <span class="bibl">Agatharch.92</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:23, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠπωμα Medium diacritics: ἐντύπωμα Low diacritics: εντύπωμα Capitals: ΕΝΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: entýpōma Transliteration B: entypōma Transliteration C: entypoma Beta Code: e)ntu/pwma

English (LSJ)

ατος, τό,    A that which is graved, χηλῆς ἐ., of a pier, Agatharch.92.

German (Pape)

[Seite 859] τό, das Eingeprägte, Gepräge, Philostr. v. Apoll. 2, 11 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντύπωμα: τό, σκάλισμα, ἐγχάραγμα, τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων Κλήμ. Ἀλ. 33, πρβλ. ἐκτ-. ΙΙ. σχῆμα καμπύλον ἢ κοῖλον, ἐπὶ κυματοθραύστου (μόλου), οὐ χηλῆς ἐντύπωμα Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 457. 30.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 impronta, imagen ὁ τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων τορευτικός Clem.Al.Strom.1.4.26.
2 traza, estructura οὐ γὰρ ἔστιν οὐ λιμὴν εὔορμος ... οὐ κόλπος ἐπὶ σκέπης ... οὐ χηλῆς ἐντύπωμα no hay ni puerto cómodo para fondear ... ni golfo para protegerse ... ni traza de rompeolas Agatharch.92.

Greek Monolingual

το (Α ἐντύπωμα)
το αποτέλεσμα του εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος
νεοελλ.
ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου
αρχ.
το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα, σκάλισμα.