ἐπίκωμος: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikomos | |Transliteration C=epikomos | ||
|Beta Code=e)pi/kwmos | |Beta Code=e)pi/kwmos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[revelling]], <span class="bibl">Aristias 3</span> (L.Dind. for [[ἐπίκωπος]]); <b class="b3">εἰς οἰκίαν ἐμβαλεῖν ἐ</b>. Plu.2.128d; ἐ. φοιτᾶν <span class="bibl">Alciphr.1.37</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:05, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A revelling, Aristias 3 (L.Dind. for ἐπίκωπος); εἰς οἰκίαν ἐμβαλεῖν ἐ. Plu.2.128d; ἐ. φοιτᾶν Alciphr.1.37.
German (Pape)
[Seite 955] zum fröhlichen Zuge der Schwärmenden gehörig, im lustigen Aufzug einherziehend, Alciphr. 1, 37; Plut. öfter; nach Hesych. ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκωμος: ον = τῷ προηγ., Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α (κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ ἐπίκωπος, Πλούτ. 2. 128D, Ἀλκίφρων 1. 37. -Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωμος· ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ. ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων. ὑβριστής. συγχαίρων».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, κῶμος.
Greek Monolingual
ἐπίκωμος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.)
2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκωμος: участвующий в шумной процессии, разгульный (μεθύοντες Plut.).