ὀπωρώνης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
(1ba)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oporonis
|Transliteration C=oporonis
|Beta Code=o)pwrw/nhs
|Beta Code=o)pwrw/nhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀπωροπώλης]] (q. v.), <span class="bibl">D.18.262</span>, <span class="bibl">Aristaenet.2.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1794.6</span> (V A. D.).</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀπωροπώλης]] (q. v.), <span class="bibl">D.18.262</span>, <span class="bibl">Aristaenet.2.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1794.6</span> (V A. D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:16, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρώνης Medium diacritics: ὀπωρώνης Low diacritics: οπωρώνης Capitals: ΟΠΩΡΩΝΗΣ
Transliteration A: opōrṓnēs Transliteration B: opōrōnēs Transliteration C: oporonis Beta Code: o)pwrw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ,    A = ὀπωροπώλης (q. v.), D.18.262, Aristaenet.2.1, PLond.5.1794.6 (V A. D.).

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρώνης: -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων, ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. ὀπωροπώλης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui achète ou vend des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].

Greek Monotonic

ὀπωρώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), οπωροπώλης, μανάβης, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπωρώνης: ου ὁ арендатор фруктового склада или торговец плодами, фруктовщик Dem.

Middle Liddell

ὀπωρ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι
a fruiterer, Dem.