ὁμόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omozygos
|Transliteration C=omozygos
|Beta Code=o(mo/zugos
|Beta Code=o(mo/zugos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[yoked together]], ἵππος Plu.2.1008d : metaph., [[στοιχεῖον]], i.e. consonant, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>41.381</span> ; neut. pl. as Adv., ὁμόζυγα λατρεύοντας <span class="bibl">Man.4.602</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[in the same row]], Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[corresponding]], <b class="b3">τὸ ὁ. κῶλον</b> the [[corresponding]] limb (on the other side), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>16</span>, cf. Gal.18(1).369 ; <b class="b3">ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα]</b>, e.g. eyes, hands, feet, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>1.7</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[yoked together]], ἵππος Plu.2.1008d : metaph., [[στοιχεῖον]], i.e. consonant, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>41.381</span> ; neut. pl. as Adv., ὁμόζυγα λατρεύοντας <span class="bibl">Man.4.602</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[in the same row]], Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[corresponding]], <b class="b3">τὸ ὁ. κῶλον</b> the [[corresponding]] limb (on the other side), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>16</span>, cf. Gal.18(1).369 ; <b class="b3">ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα]</b>, e.g. eyes, hands, feet, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>1.7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:50, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζῠγος Medium diacritics: ὁμόζυγος Low diacritics: ομόζυγος Capitals: ΟΜΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: homózygos Transliteration B: homozygos Transliteration C: omozygos Beta Code: o(mo/zugos

English (LSJ)

ον,    A yoked together, ἵππος Plu.2.1008d : metaph., στοιχεῖον, i.e. consonant, Nonn.D.41.381 ; neut. pl. as Adv., ὁμόζυγα λατρεύοντας Man.4.602.    2 in the same row, Ascl.Tact.2.4.    II corresponding, τὸ ὁ. κῶλον the corresponding limb (on the other side), Hp.Off.16, cf. Gal.18(1).369 ; ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα], e.g. eyes, hands, feet, Aret. SD1.7.

German (Pape)

[Seite 334] zusammengejocht, zusammengespannt mit einem Andern, zunächst von zwei in dasselbe Joch gespannten Zugthieren, u. übertr. = verbunden, zusammenpassend, übereinstimmend; Schol. Lycophr. 1114; Maneth. 4, 602; Nonn. D. 9, 122.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζῠγος: -ον, ὁμοῦ ἐζευγμένος, ἵππος Πλούτ. 2. 1008D· καθόλου, ὁμοῦ δεδεμένος, συνεζευγμένος, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. ΙΙ. μεταφορ., σύμφωνος, ὁμόγνωμος, Ἐκκλ.· ὁμώνυμα καὶ ὁμ., ὁμογενῆ, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 1. 7· ― οὐδ. πληθ., ὡς Ἐπίρρ., Μανέθων 4. 602.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attelé ensemble.
Étymologie: ὁμός, ζυγός.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόζυγος, -ον)
1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.)
2. σύζυγος
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος
ομοζυγώτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην ίδια σειρά
2. αντίστοιχος («τὸ ὁμόζυγον κῶλον», Ιπποκρ.)
3. (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμόζυγα
από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)
4. φρ. α) «όμόζυγον στοιχεῑον» — στοιχείο που έχει τον ίδιο ήχο
β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ισό-ζυγος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homozygous].

Russian (Dvoretsky)

ὁμόζῠγος: Plut. = ὁμόζυξ.