βαθυρρείτης: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vathyrreitis | |Transliteration C=vathyrreitis | ||
|Beta Code=baqurrei/ths | |Beta Code=baqurrei/ths | ||
|Definition=ου, ὁ<b class="b3">, (ῥέω)</b>, <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ<b class="b3">, (ῥέω)</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[βαθύρροος]], Ep. gen. βαθυρρείταο <span class="bibl">Il.21.195</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span> 265</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:09, 29 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥέω), A = βαθύρροος, Ep. gen. βαθυρρείταο Il.21.195, Hes.Th. 265.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ, (ῥέω) =βαθύρροος, Ἐπ. γεν. βαθυρρείταο Ἰλ. Φ. 195, Ἡσ. Θεογ. 265.
French (Bailly abrégé)
ου (épq. -αo);
adj. m.
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.
English (Autenrieth)
ᾶο (ῥέω): deep-flowing, deep-streaming; Ὠκεανός, Il. 21.195†.
Spanish (DGE)
(βᾰθῠρρείτης) -αο
que fluye por lo hondo del Océano Il.21.195, Hes.Th.265.
Greek Monolingual
βαθυρρείτης, ο (Α)
(για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < -ρεέτης < -ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)].
Greek Monotonic
βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ (ῥέω) = βαθύρροος, Επικ. γεν., βαθυρρείταο σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
βαθυρρείτης: ου adj. m Hom., Hes. = βαθύρροος.
Middle Liddell
[ῥέω] = βαθύρροος, Il., Hes.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθυρρείτης -ου βαθύς, ῥέω ep. gen. βαθυρρείταο, als adj. met diepe stroming.