γειομόρος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geiomoros | |Transliteration C=geiomoros | ||
|Beta Code=geiomo/ros | |Beta Code=geiomo/ros | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[γεωμόρος]], <span class="bibl">A.R.3.1387</span>, <span class="title">AP</span>9.438 (Phil.), <span class="bibl">D.P.190</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:46, 29 December 2020
English (LSJ)
A = γεωμόρος, A.R.3.1387, AP9.438 (Phil.), D.P.190.
German (Pape)
[Seite 478] = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.
Greek (Liddell-Scott)
γειομόρος: ἴδε ἐν λ. γημόρος: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.
Greek Monolingual
γειομόρος, ο (Α)
1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί
2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)
3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης
4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει, διαιρώ»].
Russian (Dvoretsky)
γειομόρος: ὁ Anth. = γεωμόρος.