γεώλοφος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geolofos | |Transliteration C=geolofos | ||
|Beta Code=gew/lofos | |Beta Code=gew/lofos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[crested with earth]], ὄρη <span class="bibl">Str.16.2.16</span>; χωρία <span class="bibl">Id.12.7.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">γεώλοφος, ὁ</b>, [[hill]], [[hillock]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.28</span> codd., <span class="bibl">Plb.1.75.4</span>, <span class="bibl">Ph.1.191</span>; <b class="b3">γεώλοφον, τό</b>, <span class="bibl">Theoc.1.13</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.305a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">γεώλοφος, ὁ</b>, [[boor]], [[clod-hopper]], <span class="bibl">Ael.Dion.<span class="title">Fr.</span>107</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:10, 29 December 2020
English (LSJ)
ον, A crested with earth, ὄρη Str.16.2.16; χωρία Id.12.7.1. II Subst. γεώλοφος, ὁ, hill, hillock, X.Cyr.3.3.28 codd., Plb.1.75.4, Ph.1.191; γεώλοφον, τό, Theoc.1.13, Numen. ap. Ath.7.305a. 2 γεώλοφος, ὁ, boor, clod-hopper, Ael.Dion.Fr.107.
German (Pape)
[Seite 488] vgl. γήλοφος, aus Erdhügeln bestehend, ὄρη Strab. XVI p. 755; bes. ὁ γ., der Erdhügel, Pol. 1, 75, 4; Dion. Hal. 5, 38; τὸ γ. Theocr. 1, 13. 5, 101.
Greek (Liddell-Scott)
γεώλοφος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γεώλοφος, ὁ, λόφος, λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sommet est de terre (montagne), càd non boisé ; ὁ γεώλοφος, τὸ γεώλοφον, colline.
Étymologie: γῆ, λόφος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γήλ- X.Cyr.3.3.28, An.1.5.8, Pl.Criti.113d, Longus 1.1.2; γεύλ- Hsch.; dór. γάλ- Limen.14
I 1de colinas, montuoso χωρία Str.4.6.9, cf. 4.5.2, 12.7.1, πόλις Ps.Dicaearch.1.27.
2 de abundante tierra e.d. no pedregoso ὄρη γεώλοφα καὶ καλλίκαρπα Str.16.2.16, cf. Ps.Dicaearch.2.2
•de la propia tierra de colina, de ladera γῆ Gp.3.1.9.
II subst. ὁ γ. colina X.An.l.c., Pl.l.c., Limen.l.c., Plb.1.75.4, Ph.1.191, Longus l.c., Thdt.H.Rel.28.1, como lugar estratégico, X.Cyr.l.c., D.C.Epit.8.25.4
•tb. τό γ. Theoc.1.13, Numen.SHell.584.2, Hsch.
Greek Monolingual
και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο
Α και γήλοφον, το)
χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος
αρχ.-μσν.
ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος
αρχ.
ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).
Greek Monotonic
γεώλοφος: -ον, καλυμμένος με χώμα· ως ουσ., λόφος, λοφίσκος, γήλοφος, σε Ξεν.· επίσης, γεώλοφον, τό, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
γεώλοφος: ὁ Xen. = v. l. γήλοφος, Polyb. = γεώλοφον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεώλοφος -ον [γῆ, λόφος met aardophoping; subst. ὁ γ. heuvel.
Middle Liddell
crested with earth: as Subst., a hill, hillock, Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.