Κρονίδης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κρονίδης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[γιος]] του θεού Κρόνου, ο [[Ζευς]] («Ὦ [[πάτερ]] ἡμέτερε, Κρονίδη...» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ Κρονίδαι</i><br />οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κρόνος]] <span style="color: red;">+</span> πατρων. κατάλ. -<i>ίδης</i> (πρβλ. <i>Κεχροπ</i>-<i>ίδης</i>, <i>Κενταυρ</i>-<i>ίδης</i>)].
|mltxt=[[Κρονίδης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[γιος]] του θεού Κρόνου, ο [[Ζευς]] («Ὦ [[πάτερ]] ἡμέτερε, Κρονίδη...» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ Κρονίδαι</i><br />οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κρόνος]] <span style="color: red;">+</span> πατρων. κατάλ. -<i>ίδης</i> (πρβλ. <i>Κεχροπ</i>-<i>ίδης</i>, <i>Κενταυρ</i>-<i>ίδης</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:35, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονίδης Medium diacritics: Κρονίδης Low diacritics: Κρονίδης Capitals: ΚΡΟΝΙΔΗΣ
Transliteration A: Kronídēs Transliteration B: Kronidēs Transliteration C: Kronidis Beta Code: *kroni/dhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, Patron., A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al. II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.

English (Autenrieth)

son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.

Greek Monolingual

Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].

Greek Monotonic

Κρονίδης: [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Κρονίδης: дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. βύθιος - см. βύθιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).

Middle Liddell

Κρονί˘δης, ου,
patronym., son of Cronus, i. e. Zeus, Hom.