άλλοτε: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλοτε]]) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)<br />(για [[παρελθόν]] ή [[μέλλον]], [[συνήθως]] επαναλαμβανόμενο) σε [[άλλο]] χρόνο, [[άλλη]] ώρα, [[άλλη]] [[περίσταση]], [[άλλη]] [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την [[αντωνυμία]] [[ἄλλος]]<br />«[[ἄλλως]] [[ἄλλοτε]]», [[άλλοτε]] με αυτόν τον τρόπο και [[άλλοτε]] με άλλον<br />«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», [[άλλοτε]] [[προς]] αυτόν και [[άλλοτε]] [[προς]] εκείνον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλοτε]] και [[ἄλλοτε]]», από καιρό σε καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλοτε]]) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)<br />(για [[παρελθόν]] ή [[μέλλον]], [[συνήθως]] επαναλαμβανόμενο) σε [[άλλο]] χρόνο, [[άλλη]] ώρα, [[άλλη]] [[περίσταση]], [[άλλη]] [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την [[αντωνυμία]] [[ἄλλος]]<br />«[[ἄλλως]] [[ἄλλοτε]]», [[άλλοτε]] με αυτόν τον τρόπο και [[άλλοτε]] με άλλον<br />«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», [[άλλοτε]] [[προς]] αυτόν και [[άλλοτε]] [[προς]] εκείνον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλοτε]] και [[ἄλλοτε]]», από καιρό σε καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span>[[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὅτε</i>. Ο τ. <i>άλλοτες</i> σχηματίστηκε με σιγματική [[παρέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[ποτέ]]-<i>ποτές</i> κ.τ.ό), ο δε [[καταβιβασμός]] του τόνου στον τ. <i>ἀλλότες</i> ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τους τ. [[πότε]], [[τότε]], <i>ότε</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοτεσινός]], [[αλλοτινός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)
(για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά
αρχ.
1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος
«ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν τον τρόπο και άλλοτε με άλλον
«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», άλλοτε προς αυτόν και άλλοτε προς εκείνον
2. φρ. «ἄλλοτε και ἄλλοτε», από καιρό σε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ <ἄλλος + ὅτε. Ο τ. άλλοτες σχηματίστηκε με σιγματική παρέκταση (πρβλ. ποτέ-ποτές κ.τ.ό), ο δε καταβιβασμός του τόνου στον τ. ἀλλότες ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. πότε, τότε, ότε.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτεσινός, αλλοτινός].