άλλοτε: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλοτε]]) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)<br />(για [[παρελθόν]] ή [[μέλλον]], [[συνήθως]] επαναλαμβανόμενο) σε [[άλλο]] χρόνο, [[άλλη]] ώρα, [[άλλη]] [[περίσταση]], [[άλλη]] [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την [[αντωνυμία]] [[ἄλλος]]<br />«[[ἄλλως]] [[ἄλλοτε]]», [[άλλοτε]] με αυτόν τον τρόπο και [[άλλοτε]] με άλλον<br />«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», [[άλλοτε]] [[προς]] αυτόν και [[άλλοτε]] [[προς]] εκείνον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλοτε]] και [[ἄλλοτε]]», από καιρό σε καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>[[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὅτε</i>. Ο τ. <i>άλλοτες</i> σχηματίστηκε με σιγματική [[παρέκταση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ποτέ]]-<i>ποτές</i> κ.τ.ό), ο δε [[καταβιβασμός]] του τόνου στον τ. <i>ἀλλότες</i> ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τους τ. [[πότε]], [[τότε]], <i>ότε</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοτεσινός]], [[αλλοτινός]]].
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλοτε]]) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)<br />(για [[παρελθόν]] ή [[μέλλον]], [[συνήθως]] επαναλαμβανόμενο) σε [[άλλο]] χρόνο, [[άλλη]] ώρα, [[άλλη]] [[περίσταση]], [[άλλη]] [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την [[αντωνυμία]] [[ἄλλος]]<br />«[[ἄλλως]] [[ἄλλοτε]]», [[άλλοτε]] με αυτόν τον τρόπο και [[άλλοτε]] με άλλον<br />«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», [[άλλοτε]] [[προς]] αυτόν και [[άλλοτε]] [[προς]] εκείνον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλοτε]] και [[ἄλλοτε]]», από καιρό σε καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span>[[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὅτε</i>. Ο τ. <i>άλλοτες</i> σχηματίστηκε με σιγματική [[παρέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[ποτέ]]-<i>ποτές</i> κ.τ.ό), ο δε [[καταβιβασμός]] του τόνου στον τ. <i>ἀλλότες</i> ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τους τ. [[πότε]], [[τότε]], <i>ότε</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοτεσινός]], [[αλλοτινός]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

επίρρ.ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)
(για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά
αρχ.
1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος
«ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν τον τρόπο και άλλοτε με άλλον
«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», άλλοτε προς αυτόν και άλλοτε προς εκείνον
2. φρ. «ἄλλοτε και ἄλλοτε», από καιρό σε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ <ἄλλος + ὅτε. Ο τ. άλλοτες σχηματίστηκε με σιγματική παρέκταση (πρβλ. ποτέ-ποτές κ.τ.ό), ο δε καταβιβασμός του τόνου στον τ. ἀλλότες ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. πότε, τότε, ότε.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτεσινός, αλλοτινός].