άμφω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμφω]], τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, [[αμφότεροι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά και σε γενική και [[δοτική]] δυϊκού ως <i>ἀμφοῖν</i>. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και [[αιτιατική]], [[κυρίως]] για τα μέρη του σώματος. Επίσης χρησιμοποιείται λιγότερο στην αττική διάλεκτο, π.χ. στον Πλάτωνα, [[καθώς]] και στην όψιμη ελληνική [[λογοτεχνία]]. Γενικά ο τ. αντικαταστάθηκε από τη λ. [[ἀμφότερος]]. Ο [[ίδιος]] τ. υπάρχει και στα λατ. <i>amb</i><i>ō</i>. Με τον ίδιο αρχικό φθόγγο στην τοχαρ. Α <i>ā</i><i>mpi</i>. Σε άλλες γλώσσες ο τ. [[είναι]] [[χωρίς]] έρρινο (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ubhau</i>, αρχ. σλ. <i>oba</i>, αβ. <i>uva</i> και γοτθ. <i>bai</i>, [[χωρίς]] αρχικό [[φωνήεν]]). Οι τ. αυτοί τών διαφόρων γλωσσών οδηγούν στα [[συμπέρασμα]] ότι [[αρχικός]] ΙΕ τ. ήταν ο <i>abm</i><i>ō</i> <span style="color: red;"><</span> <i>am</i> <span style="color: red;">+</span> <i>bh</i><i>ō</i>, που στα Ελλ. (με τη [[λειτουργία]] του νόμου της τροπής τών ηχηρών δασέων σε άηχα) δίνει τ. [[ἄμφω]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]). Η [[ομοιότητα]] του τ. με το <i>ἀμφὶ</i> δεν μπορεί να [[είναι]] συμπτωματική. Ότι οι δύο τ. σχετίζονται [[είναι]] βέβαιο, [[χωρίς]] να μπορεί να διαπιστωθεί αν πρόκειται για αρχική [[συγγένεια]] ή υστερογενή [[εξομοίωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφότεροι</i>].
|mltxt=[[ἄμφω]], τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, [[αμφότεροι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. απαντά και σε γενική και [[δοτική]] δυϊκού ως <i>ἀμφοῖν</i>. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και [[αιτιατική]], [[κυρίως]] για τα μέρη του σώματος. Επίσης χρησιμοποιείται λιγότερο στην αττική διάλεκτο, π.χ. στον Πλάτωνα, [[καθώς]] και στην όψιμη ελληνική [[λογοτεχνία]]. Γενικά ο τ. αντικαταστάθηκε από τη λ. [[ἀμφότερος]]. Ο [[ίδιος]] τ. υπάρχει και στα λατ. <i>amb</i><i>ō</i>. Με τον ίδιο αρχικό φθόγγο στην τοχαρ. Α <i>ā</i><i>mpi</i>. Σε άλλες γλώσσες ο τ. [[είναι]] [[χωρίς]] έρρινο (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ubhau</i>, αρχ. σλ. <i>oba</i>, αβ. <i>uva</i> και γοτθ. <i>bai</i>, [[χωρίς]] αρχικό [[φωνήεν]]). Οι τ. αυτοί τών διαφόρων γλωσσών οδηγούν στα [[συμπέρασμα]] ότι [[αρχικός]] ΙΕ τ. ήταν ο <i>abm</i><i>ō</i> <span style="color: red;"><</span> <i>am</i> <span style="color: red;">+</span> <i>bh</i><i>ō</i>, που στα Ελλ. (με τη [[λειτουργία]] του νόμου της τροπής τών ηχηρών δασέων σε άηχα) δίνει τ. [[ἄμφω]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]). Η [[ομοιότητα]] του τ. με το <i>ἀμφὶ</i> δεν μπορεί να [[είναι]] συμπτωματική. Ότι οι δύο τ. σχετίζονται [[είναι]] βέβαιο, [[χωρίς]] να μπορεί να διαπιστωθεί αν πρόκειται για αρχική [[συγγένεια]] ή υστερογενή [[εξομοίωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφότεροι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:01, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄμφω, τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, αμφότεροι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. απαντά και σε γενική και δοτική δυϊκού ως ἀμφοῖν. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και αιτιατική, κυρίως για τα μέρη του σώματος. Επίσης χρησιμοποιείται λιγότερο στην αττική διάλεκτο, π.χ. στον Πλάτωνα, καθώς και στην όψιμη ελληνική λογοτεχνία. Γενικά ο τ. αντικαταστάθηκε από τη λ. ἀμφότερος. Ο ίδιος τ. υπάρχει και στα λατ. ambō. Με τον ίδιο αρχικό φθόγγο στην τοχαρ. Α āmpi. Σε άλλες γλώσσες ο τ. είναι χωρίς έρρινο (πρβλ. αρχ. ινδ. ubhau, αρχ. σλ. oba, αβ. uva και γοτθ. bai, χωρίς αρχικό φωνήεν). Οι τ. αυτοί τών διαφόρων γλωσσών οδηγούν στα συμπέρασμα ότι αρχικός ΙΕ τ. ήταν ο abmō < am + bhō, που στα Ελλ. (με τη λειτουργία του νόμου της τροπής τών ηχηρών δασέων σε άηχα) δίνει τ. ἄμφω (πρβλ. ἀμφί). Η ομοιότητα του τ. με το ἀμφὶ δεν μπορεί να είναι συμπτωματική. Ότι οι δύο τ. σχετίζονται είναι βέβαιο, χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί αν πρόκειται για αρχική συγγένεια ή υστερογενή εξομοίωση.
ΠΑΡ. ἀμφότεροι].