έξαλλος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(12)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[διαφορετικός]] από ό,τι ήταν [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο αλλοιωμένος από ισχυρό [[συναίσθημα]], έξω φρενών, [[σφοδρός]] («[[έξαλλος]] από [[χαρά]], από θυμό»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[ασυγκράτητος]], [[ανεξέλεγκτος]] («έξαλλη [[χαρά]]», «έξαλλο [[μίσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[εκλεκτός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά έξαλλα</i><br />παράξενα, ασυνήθιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άλλος]]. Η [[λέξη]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό [[συναίσθημα]] ή [[πάθος]] και ήλθε [[εκτός]] [[εαυτού]] ([[έξαλλος]] από θυμό</i>). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη [[κοπέλα]]», «έξαλλο [[ντύσιμο]]»)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[διαφορετικός]] από ό,τι ήταν [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο αλλοιωμένος από ισχυρό [[συναίσθημα]], έξω φρενών, [[σφοδρός]] («[[έξαλλος]] από [[χαρά]], από θυμό»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[ασυγκράτητος]], [[ανεξέλεγκτος]] («έξαλλη [[χαρά]]», «έξαλλο [[μίσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[εκλεκτός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά έξαλλα</i><br />παράξενα, ασυνήθιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άλλος]]. Η [[λέξη]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό [[συναίσθημα]] ή [[πάθος]] και ήλθε [[εκτός]] [[εαυτού]] ([[έξαλλος]] από θυμό</i>). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη [[κοπέλα]]», «έξαλλο [[ντύσιμο]]»)].
}}
}}

Revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξαλλος, -ον)
ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως
νεοελλ.
1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρόςέξαλλος από χαρά, από θυμό»)
2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο μίσος»)
αρχ.
1. εντελώς ξεχωριστός
2. ασυνήθιστος, εκλεκτός, πολύτιμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά έξαλλα
παράξενα, ασυνήθιστα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εξ + άλλος. Η λέξη, όπως δείχνει και η ετυμολογία της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό συναίσθημα ή πάθος και ήλθε εκτός εαυτού (έξαλλος από θυμό). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη κοπέλα», «έξαλλο ντύσιμο»)].