άσμενος: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσμενος]], -η, -ον (Α)<br />1.1. [[πάρα]] πολύ [[ευχαριστημένος]], [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> (με επιρρ. σημ.)<br />ευχαρίστως, με [[μεγάλη]] [[χαρά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσμένως</i><br />ευχαρίστως, με πολλή [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄσμενος]], -η, -ον (Α)<br />1.1. [[πάρα]] πολύ [[ευχαριστημένος]], [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> (με επιρρ. σημ.)<br />ευχαρίστως, με [[μεγάλη]] [[χαρά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσμένως</i><br />ευχαρίστως, με πολλή [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. φέρει το ινδοευρ. [[επίθημα]] -<i>meno</i>-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές [[μέσης]] φωνής, [[πράγμα]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι επρόκειτο αρχικά για [[μετοχή]], αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. [[άσμενος]] προέρχεται από τ. <i>Fάδ</i>-<i>σ</i>-<i>μενος</i> ([[μετοχή]] αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -<i>σ</i> του τ.) και ότι συνδέεται με τα [[ανδάνω]], [[ήδομαι]], με τα οποία έχει στενή σημασιολογική [[συγγένεια]]. Όμως η [[υπόθεση]] αυτή προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό <i>F</i>, [[καθώς]] και στην [[έλλειψη]] δασύτητας στον τ. ([[εκτός]] αν θεωρηθεί [[επικός]] ή [[ιωνικός]], ο [[οποίος]] έχει υποστεί [[ψίλωση]]). Κατ' άλλους όμως ο τ. [[άσμενος]] συνδέεται με το ρ. [[νέομαι]] «[[έρχομαι]], [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]» και προέρχεται από <i>ņs</i>-<i>s</i>-<i>menos</i> με πρωταρχική [[σημασία]] «αυτός που έχει σωθεί, ο [[ασφαλής]]». Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[παχαίνω]]», η οποία [[κατά]] μία [[υπόθεση]] αποτελεί και τη [[ρίζα]] του τ. <i>άση</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄσμενος, -η, -ον (Α)
1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής
2. (με επιρρ. σημ.)
ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά
II. επίρρ. ἀσμένως
ευχαρίστως, με πολλή χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα -meno-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές μέσης φωνής, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι επρόκειτο αρχικά για μετοχή, αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. άσμενος προέρχεται από τ. Fάδ-σ-μενος (μετοχή αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -σ του τ.) και ότι συνδέεται με τα ανδάνω, ήδομαι, με τα οποία έχει στενή σημασιολογική συγγένεια. Όμως η υπόθεση αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό F, καθώς και στην έλλειψη δασύτητας στον τ. (εκτός αν θεωρηθεί επικός ή ιωνικός, ο οποίος έχει υποστεί ψίλωση). Κατ' άλλους όμως ο τ. άσμενος συνδέεται με το ρ. νέομαι «έρχομαι, επανέρχομαι, επιστρέφω» και προέρχεται από ņs-s-menos με πρωταρχική σημασία «αυτός που έχει σωθεί, ο ασφαλής». Υποστηρίχτηκε τέλος ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα as- «παχαίνω», η οποία κατά μία υπόθεση αποτελεί και τη ρίζα του τ. άση].