αιτιώμαι: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άομαι) (Α αἰτιῶμαι)<br /><b>(αποθ.)</b> [[θεωρώ]] κάποιον υπεύθυνο, του [[καταλογίζω]] [[ευθύνη]], [[μέμφομαι]], [[κατηγορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσάπτω]] σε κάποιον την [[ενοχή]] για [[κάτι]], τον [[ενοχοποιώ]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον καλή [[πρόθεση]] ή [[ιδιότητα]], τον [[τιμώ]], τον [[υπολήπτομαι]]<br /><b>3.</b> [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[υποστηρίζω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[αίτιο]], [[δηλώνω]], [[εκθέτω]] την πραγματική [[αιτία]]<br /><b>5.</b> κατηγορούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αιτία]] ή [[αίτιος]] <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιτίαμα]], <i>αιτίασις</i>, [[αιτιατός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰτιατέον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἐπαιτιῶμαι</i>, <i>καταιτιῶμαι</i>, <i>προσαιτιῶμαι</i>].
|mltxt=(-άομαι) (Α αἰτιῶμαι)<br /><b>(αποθ.)</b> [[θεωρώ]] κάποιον υπεύθυνο, του [[καταλογίζω]] [[ευθύνη]], [[μέμφομαι]], [[κατηγορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσάπτω]] σε κάποιον την [[ενοχή]] για [[κάτι]], τον [[ενοχοποιώ]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον καλή [[πρόθεση]] ή [[ιδιότητα]], τον [[τιμώ]], τον [[υπολήπτομαι]]<br /><b>3.</b> [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[υποστηρίζω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[αίτιο]], [[δηλώνω]], [[εκθέτω]] την πραγματική [[αιτία]]<br /><b>5.</b> κατηγορούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αιτία]] ή [[αίτιος]] <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιτίαμα]], <i>αιτίασις</i>, [[αιτιατός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰτιατέον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἐπαιτιῶμαι</i>, <i>καταιτιῶμαι</i>, <i>προσαιτιῶμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-άομαι) (Α αἰτιῶμαι)
(αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, του καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ
αρχ.
1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τον ενοχοποιώ
2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τον τιμώ, τον υπολήπτομαι
3. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω κάτι
4. προβάλλω κάτι ως αίτιο, δηλώνω, εκθέτω την πραγματική αιτία
5. κατηγορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιτία ή αίτιος βλ. λ..
ΠΑΡ. αιτίαμα, αιτίασις, αιτιατός
αρχ.
αἰτιατέον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπαιτιῶμαι, καταιτιῶμαι, προσαιτιῶμαι].