ακονίζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ακονώ]] -άω (Α ἀκονῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] με το [[ακόνι]] κοφτερή την [[κόψη]] μεταλλικού οργάνου, [[τροχίζω]]<br />«[[ακονίζω]] το [[μαχαίρι]]»<br />«ἀκονῶ λόγχην» (<b>Ξεν.</b> Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)<br />«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 7, 5, 20)<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε [[κάτι]]<br />«ακονισμένο [[μυαλό]]»<br />«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (<b>Ξεν.</b> Οικ. 21, 3)<br /><b>3.</b> «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει [[κάτι]] με [[λαιμαργία]], ή περιμένει [[κάτι]] ευχάριστο<br /><b>4.</b> «ακονίζει τη [[γλώσσα]] του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με [[ευφράδεια]] ή [[οξύτητα]] (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)<br /><b>5.</b> «ακονίζει την [[πένα]] του» — ετοιμάζεται να γράψει με [[οξύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος σε -<i>ίζω</i> τυπος του αρχαίου <i>ἀκονῶ</i> λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων <i>ακόνησα</i>, <i>ακονήσω</i> κ.λπ. [[προς]] τους αντίστοιχους τύπους σε -<i>ίσα</i>, -<i>ίσω</i> τών ρημάτων σε -<i>ίζω</i> (πρβλ. [[ζωγραφίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]], [[κλονίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κλονώ]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκονιστός</i>, <b>νεοελλ.</b> [[ακόνισμα]], [[ακονιστήρι]], [[ακονιστής]], [[ακονιστικός]], [[ακόνιστος]]].
|mltxt=και [[ακονώ]] -άω (Α ἀκονῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] με το [[ακόνι]] κοφτερή την [[κόψη]] μεταλλικού οργάνου, [[τροχίζω]]<br />«[[ακονίζω]] το [[μαχαίρι]]»<br />«ἀκονῶ λόγχην» (<b>Ξεν.</b> Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)<br />«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 7, 5, 20)<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε [[κάτι]]<br />«ακονισμένο [[μυαλό]]»<br />«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (<b>Ξεν.</b> Οικ. 21, 3)<br /><b>3.</b> «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει [[κάτι]] με [[λαιμαργία]], ή περιμένει [[κάτι]] ευχάριστο<br /><b>4.</b> «ακονίζει τη [[γλώσσα]] του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με [[ευφράδεια]] ή [[οξύτητα]] (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)<br /><b>5.</b> «ακονίζει την [[πένα]] του» — ετοιμάζεται να γράψει με [[οξύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταπλασμένος σε -<i>ίζω</i> τυπος του αρχαίου <i>ἀκονῶ</i> λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων <i>ακόνησα</i>, <i>ακονήσω</i> κ.λπ. [[προς]] τους αντίστοιχους τύπους σε -<i>ίσα</i>, -<i>ίσω</i> τών ρημάτων σε -<i>ίζω</i> (πρβλ. [[ζωγραφίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]], [[κλονίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κλονώ]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκονιστός</i>, <b>νεοελλ.</b> [[ακόνισμα]], [[ακονιστήρι]], [[ακονιστής]], [[ακονιστικός]], [[ακόνιστος]]].
}}
}}

Revision as of 22:48, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ακονώ -άω (Α ἀκονῶ)
1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω
«ακονίζω το μαχαίρι»
«ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)
«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20)
2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι
«ακονισμένο μυαλό»
«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (Ξεν. Οικ. 21, 3)
3. «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει κάτι με λαιμαργία, ή περιμένει κάτι ευχάριστο
4. «ακονίζει τη γλώσσα του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με ευφράδεια ή οξύτητα (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)
5. «ακονίζει την πένα του» — ετοιμάζεται να γράψει με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος σε -ίζω τυπος του αρχαίου ἀκονῶ λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων ακόνησα, ακονήσω κ.λπ. προς τους αντίστοιχους τύπους σε -ίσα, -ίσω τών ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. ζωγραφίζω < ζωγραφώ, κλονίζω < κλονώ κ.λπ.).
ΠΑΡ. μσν. ἀκονιστός, νεοελλ. ακόνισμα, ακονιστήρι, ακονιστής, ακονιστικός, ακόνιστος].