ακρατής: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀκρατής]])<br />(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα [[πάθη]] του, να επιβληθεί στον εαυτό του, [[ασυγκράτητος]], [[έκλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] σωματική [[δύναμη]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[εξουσία]], [[επιβολή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κρατά το [[μέτρο]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[αχαλίνωτος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[χωρίς]] έλεγχο ή [[μέτρο]], [[ανεξέλεγκτος]], [[άμετρος]]<br /><b>5.</b> <b>(Νομ.)</b> ο [[άκυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ές (Α [[ἀκρατής]])<br />(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα [[πάθη]] του, να επιβληθεί στον εαυτό του, [[ασυγκράτητος]], [[έκλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] σωματική [[δύναμη]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[εξουσία]], [[επιβολή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κρατά το [[μέτρο]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[αχαλίνωτος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[χωρίς]] έλεγχο ή [[μέτρο]], [[ανεξέλεγκτος]], [[άμετρος]]<br /><b>5.</b> <b>(Νομ.)</b> ο [[άκυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακράτεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκρατεύομαι]], [[ἀκρατόεις]], <i>ἀκρατῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρατόγελως]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀκρατοπότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατόστομος]], [[ἀκρατόφρων]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκρατής)
(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος
αρχ.
1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος
2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι
3. αυτός που δεν κρατά το μέτρο στη χρήση ενός πράγματος, αχαλίνωτος
4. (για πράγματα) ο χωρίς έλεγχο ή μέτρο, ανεξέλεγκτος, άμετρος
5. (Νομ.) ο άκυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -κρατὴς < κράτος.
ΠΑΡ. ακράτεια
αρχ.
ἀκρατεύομαι, ἀκρατόεις, ἀκρατῶ
μσν.
ἀκρατοσύνη.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατόγελως
μσν.- νεοελλ.
ἀκρατοπότης
μσν.
ἀκρατόστομος, ἀκρατόφρων.