ακαμάτης: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)<br /><b>1.</b> [[φυγόπονος]], [[οκνός]], [[νωθρός]]<br />«ακαμάτρα [[γυναίκα]]»<br /><b>παροιμ.</b> «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» ([[γιατί]] παντρεύονται εύκολα)<br /><b>2.</b> ([[δέντρο]]) που δεν καρποφορεί<br />«ακαμάτικο [[δέντρο]]»<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κηφήνας]]<br /><b>2.</b> [[βλαστάρι]] του κλήματος [[χωρίς]] σταφύλια<br /><b>3.</b> [[αφύτευτος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις πρασιές<br /><b>4.</b> [[σφήνα]] ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)<br /><b>1.</b> [[φυγόπονος]], [[οκνός]], [[νωθρός]]<br />«ακαμάτρα [[γυναίκα]]»<br /><b>παροιμ.</b> «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» ([[γιατί]] παντρεύονται εύκολα)<br /><b>2.</b> ([[δέντρο]]) που δεν καρποφορεί<br />«ακαμάτικο [[δέντρο]]»<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κηφήνας]]<br /><b>2.</b> [[βλαστάρι]] του κλήματος [[χωρίς]] σταφύλια<br /><b>3.</b> [[αφύτευτος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις πρασιές<br /><b>4.</b> [[σφήνα]] ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ουσ. [[κάματος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαμασιά]], [[ακαματερός]], [[ακαματεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαμάτευτος]] ΙΙ, [[ακαματόσκυλο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)
1. φυγόπονος, οκνός, νωθρός
«ακαμάτρα γυναίκα»
παροιμ. «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» (γιατί παντρεύονται εύκολα)
2. (δέντρο) που δεν καρποφορεί
«ακαμάτικο δέντρο»
ως ουσ.
1. ο κηφήνας
2. βλαστάρι του κλήματος χωρίς σταφύλια
3. αφύτευτος χώρος ανάμεσα στις πρασιές
4. σφήνα ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ουσ. κάματος.
ΠΑΡ. ακαμασιά, ακαματερός, ακαματεύω.
ΣΥΝΘ. ακαμάτευτος ΙΙ, ακαματόσκυλο].