αιώρηση: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἰώρησις]])<br />το να αιωρείται να ταλαντεύεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]], παλίνδρομη [[κίνηση]] στον αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]]) η [[ταλάντευση]] του σώματος ως εκκρεμούς από [[μονόζυγο]]<br /><b>2.</b> (στη [[γλώσσα]] τών ναυτικών) η [[ανάρτηση]] τών κρεμαστών κλινών για την [[κατάκλιση]] τών ναυτών (<b>βλ.</b> [[αιώρα]])<br /><b>3.</b> <b>(Φυσ.)</b>. Έτσι χαρακτηρίζεται η περιοδική [[κίνηση]] ([[ταλάντωση]]) του εκκρεμούς<br /><b>αρχ.</b><br />(στην Ιατρική) [[άσκηση]] με ταλαντεύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰωρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αιωρητικός]]].
|mltxt=η (Α [[αἰώρησις]])<br />το να αιωρείται να ταλαντεύεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]], παλίνδρομη [[κίνηση]] στον αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]]) η [[ταλάντευση]] του σώματος ως εκκρεμούς από [[μονόζυγο]]<br /><b>2.</b> (στη [[γλώσσα]] τών ναυτικών) η [[ανάρτηση]] τών κρεμαστών κλινών για την [[κατάκλιση]] τών ναυτών (<b>βλ.</b> [[αιώρα]])<br /><b>3.</b> <b>(Φυσ.)</b>. Έτσι χαρακτηρίζεται η περιοδική [[κίνηση]] ([[ταλάντωση]]) του εκκρεμούς<br /><b>αρχ.</b><br />(στην Ιατρική) [[άσκηση]] με ταλαντεύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰωρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αιωρητικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α αἰώρησις)
το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα
νεοελλ.
1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση του σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο
2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την κατάκλιση τών ναυτών (βλ. αιώρα)
3. (Φυσ.). Έτσι χαρακτηρίζεται η περιοδική κίνηση (ταλάντωση) του εκκρεμούς
αρχ.
(στην Ιατρική) άσκηση με ταλαντεύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰωρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιωρητικός].