Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλληλούια: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀλληλούια)<br />[[επιφώνημα]] από αρχική εβραϊκή [[φράση]], που σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» — [[συνήθως]] χρησιμοποιείται ως [[επωδός]] εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ιδιωματική [[φράση]]) «[[κοντός]] [[ψαλμός]] [[αλληλούια]]», [[σύντομα]], [[δίχως]] περιφράσεις<br />λέγεται για [[συζήτηση]] ή [[υπόθεση]] που [[πρέπει]] [[γρήγορα]] να τελειώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>hallelujah</i> «αινείτε τον <i>Jah</i> (τον Ιεχωβά, τον Κύριον)».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλληλουίζω]].
|mltxt=(Α ἀλληλούια)<br />[[επιφώνημα]] από αρχική εβραϊκή [[φράση]], που σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» — [[συνήθως]] χρησιμοποιείται ως [[επωδός]] εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ιδιωματική [[φράση]]) «[[κοντός]] [[ψαλμός]] [[αλληλούια]]», [[σύντομα]], [[δίχως]] περιφράσεις<br />λέγεται για [[συζήτηση]] ή [[υπόθεση]] που [[πρέπει]] [[γρήγορα]] να τελειώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>hallelujah</i> «αινείτε τον <i>Jah</i> (τον Ιεχωβά, τον Κύριον)».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλληλουίζω]].
}}
}}

Revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

(Α ἀλληλούια)
επιφώνημα από αρχική εβραϊκή φράση, που σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» — συνήθως χρησιμοποιείται ως επωδός εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών
νεοελλ.
(ιδιωματική φράση) «κοντός ψαλμός αλληλούια», σύντομα, δίχως περιφράσεις
λέγεται για συζήτηση ή υπόθεση που πρέπει γρήγορα να τελειώνει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εβρ. hallelujah «αινείτε τον Jah (τον Ιεχωβά, τον Κύριον)».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλουίζω.