αλιτήριος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀλιτήριος]], -ιον)<br />[[σκληρός]], αδίσταχτος, [[κακοήθης]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαπράττει [[αμάρτημα]], [[άδικος]], [[ασεβής]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], τον όλεθρο, [[πληγή]], [[μάστιγα]]<br /><b>3.</b> [[αίτιος]], [[ένοχος]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[εκδικητής]] [[δαίμονας]], [[τιμωρός]] [[θεός]] (<b>βλ.</b> και [[ἀλάστωρ]]).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀλιτήριος]], -ιον)<br />[[σκληρός]], αδίσταχτος, [[κακοήθης]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαπράττει [[αμάρτημα]], [[άδικος]], [[ασεβής]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], τον όλεθρο, [[πληγή]], [[μάστιγα]]<br /><b>3.</b> [[αίτιος]], [[ένοχος]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[εκδικητής]] [[δαίμονας]], [[τιμωρός]] [[θεός]] (<b>βλ.</b> και [[ἀλάστωρ]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλιταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιτηριώδης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:19, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α ἀλιτήριος, -ιον)
σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος
2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα
3. αίτιος, ένοχος για κάτι
4. εκδικητής δαίμονας, τιμωρός θεός (βλ. και ἀλάστωρ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιταίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτηριώδης].