αλωνάρης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[αλωνιστής]]<br /><b>2.</b> (ως κύριο όνομα) ο [[μήνας]] [[Ιούλιος]] [[γιατί]] [[τότε]] γίνεται το [[αλώνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[αλωνιστής]]<br /><b>2.</b> (ως κύριο όνομα) ο [[μήνας]] [[Ιούλιος]] [[γιατί]] [[τότε]] γίνεται το [[αλώνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλώνι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>άρης</i>. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. [[αλώνι]] και χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] του Ιουλίου λόγω του αλωνισμού τών δημητριακών, που [[είναι]] η κύρια [[απασχόληση]] τών γεωργών τον [[μήνα]] αυτόν (πρβλ. και [[αλωνιστής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωναριάζομαι]], [[αλωναριάτικος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο
1. ο αλωνιστής
2. (ως κύριο όνομα) ο μήνας Ιούλιος γιατί τότε γίνεται το αλώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάλ. -άρης. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. αλώνι και χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία του Ιουλίου λόγω του αλωνισμού τών δημητριακών, που είναι η κύρια απασχόληση τών γεωργών τον μήνα αυτόν (πρβλ. και αλωνιστής).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωναριάζομαι, αλωναριάτικος].