αλλάς: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλᾶς]] (-ᾶντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[λουκάνικο]], [[αιματιά]], [[σουτζούκι]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> οι [[αλλάντες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλλᾶς]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, [[πράγμα]] που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν [[σχέση]] με τη [[μαγειρική]]. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλλᾶ</i>-<i>Fεντ</i>-<i>ς</i>, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>, [[συναίρεση]] (<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ε</i>) και [[αποβολή]] του συμπλέγματος -<i>ντ</i>- προ του -<i>ς</i>-, προήλθε ο τ. [[ἀλλᾶς]]. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που [[είναι]] [[συγγενής]] με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἄλλην]] «[[λάχανον]] Ἰταλοί», [[καθώς]] και με το λατ. <i>alium</i> «[[σκόρδο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλλαντοειδής]], [[ἀλλαντοποιός]], [[ἀλλαντοπώλης]]].
|mltxt=[[ἀλλᾶς]] (-ᾶντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[λουκάνικο]], [[αιματιά]], [[σουτζούκι]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> οι [[αλλάντες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ἀλλᾶς]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, [[πράγμα]] που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν [[σχέση]] με τη [[μαγειρική]]. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλλᾶ</i>-<i>Fεντ</i>-<i>ς</i>, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>, [[συναίρεση]] (<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ε</i>) και [[αποβολή]] του συμπλέγματος -<i>ντ</i>- προ του -<i>ς</i>-, προήλθε ο τ. [[ἀλλᾶς]]. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που [[είναι]] [[συγγενής]] με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἄλλην]] «[[λάχανον]] Ἰταλοί», [[καθώς]] και με το λατ. <i>alium</i> «[[σκόρδο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλλαντοειδής]], [[ἀλλαντοποιός]], [[ἀλλαντοπώλης]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:22, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλλᾶς (-ᾶντος), ο (Α)
1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι
2. πληθ. οι αλλάντες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλλᾶ-Fεντ-ς, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση (α + ε) και αποβολή του συμπλέγματος -ντ- προ του -ς-, προήλθε ο τ. ἀλλᾶς. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που είναι συγγενής με τη γλώσσα του Ησυχίου ἄλλην «λάχανον Ἰταλοί», καθώς και με το λατ. alium «σκόρδο».
ΣΥΝΘ. ἀλλαντοειδής, ἀλλαντοποιός, ἀλλαντοπώλης].