Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμαρτία: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἁμαρτία]])<br /><b>1.</b> [[παράβαση]] του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας, [[αμάρτημα]]<br /><b>2.</b> παράνομη, αθέμιτη [[πράξη]] ή [[συμπεριφορά]], [[παράπτωμα]], [[αδίκημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθύνη]] για κάποιο [[αμάρτημα]]<br /><b>2.</b> κακή [[σύμπτωση]], [[ατυχία]], [[κακοτυχία]]<br /><b>3.</b> σαρκικό [[αμάρτημα]], [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> ψυχική [[στενοχώρια]], ταλαιπωρίες, βάσανα<br /><b>5.</b> το προπατορικό [[αμάρτημα]]<br /><b>6.</b> <b>(μετων.)</b> [[αμαρτωλός]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «αυτός [[είναι]] [[παλιά]] [[αμαρτία]]», γέρασε [[μέσα]] στις αμαρτίες<br />«για τις αμαρτίες μου βρέθηκες [[μπροστά]] μου;», για να μέ βασανίζεις;<br />«[[είναι]] [[αμαρτία]] απ' τον Θεό», [[είναι]] [[κρίμα]], [[είναι]] άδικο, δεν [[πρέπει]] να γίνει [[κάτι]]<br />«έχω αμαρτίες Κολοκοτρωνέικες», έχω μεγάλα και αλλεπάλληλα βάσανα<br />«[[παίρνω]] [[πάνω]] μου την [[αμαρτία]]», [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] παράνομης πράξης άλλου<br /><b>6.</b> «[[πληρώνω]] αμαρτίες», τιμωρούμαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, [[υποφέρω]]<br /><b>7.</b> «[[σιχαίνομαι]] κάποιον σαν τις αμαρτίες μου», δηλ. [[πάρα]] πολύ (για απεχθή πρόσωπα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστοχία]], [[αποτυχία]]<br /><b>2.</b> [[σφάλμα]], [[πλάνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἁμαρτία]] δόξης», [[σφάλμα]] κρίσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμαρτάνω]].
|mltxt=η (Α [[ἁμαρτία]])<br /><b>1.</b> [[παράβαση]] του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας, [[αμάρτημα]]<br /><b>2.</b> παράνομη, αθέμιτη [[πράξη]] ή [[συμπεριφορά]], [[παράπτωμα]], [[αδίκημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθύνη]] για κάποιο [[αμάρτημα]]<br /><b>2.</b> κακή [[σύμπτωση]], [[ατυχία]], [[κακοτυχία]]<br /><b>3.</b> σαρκικό [[αμάρτημα]], [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> ψυχική [[στενοχώρια]], ταλαιπωρίες, βάσανα<br /><b>5.</b> το προπατορικό [[αμάρτημα]]<br /><b>6.</b> <b>(μετων.)</b> [[αμαρτωλός]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «αυτός [[είναι]] [[παλιά]] [[αμαρτία]]», γέρασε [[μέσα]] στις αμαρτίες<br />«για τις αμαρτίες μου βρέθηκες [[μπροστά]] μου;», για να μέ βασανίζεις;<br />«[[είναι]] [[αμαρτία]] απ' τον Θεό», [[είναι]] [[κρίμα]], [[είναι]] άδικο, δεν [[πρέπει]] να γίνει [[κάτι]]<br />«έχω αμαρτίες Κολοκοτρωνέικες», έχω μεγάλα και αλλεπάλληλα βάσανα<br />«[[παίρνω]] [[πάνω]] μου την [[αμαρτία]]», [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] παράνομης πράξης άλλου<br /><b>6.</b> «[[πληρώνω]] αμαρτίες», τιμωρούμαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, [[υποφέρω]]<br /><b>7.</b> «[[σιχαίνομαι]] κάποιον σαν τις αμαρτίες μου», δηλ. [[πάρα]] πολύ (για απεχθή πρόσωπα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστοχία]], [[αποτυχία]]<br /><b>2.</b> [[σφάλμα]], [[πλάνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἁμαρτία]] δόξης», [[σφάλμα]] κρίσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}

Revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἁμαρτία)
1. παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας, αμάρτημα
2. παράνομη, αθέμιτη πράξη ή συμπεριφορά, παράπτωμα, αδίκημα
νεοελλ.
1. ευθύνη για κάποιο αμάρτημα
2. κακή σύμπτωση, ατυχία, κακοτυχία
3. σαρκικό αμάρτημα, συνουσία
4. ψυχική στενοχώρια, ταλαιπωρίες, βάσανα
5. το προπατορικό αμάρτημα
6. (μετων.) αμαρτωλός
7. φρ. «αυτός είναι παλιά αμαρτία», γέρασε μέσα στις αμαρτίες
«για τις αμαρτίες μου βρέθηκες μπροστά μου;», για να μέ βασανίζεις;
«είναι αμαρτία απ' τον Θεό», είναι κρίμα, είναι άδικο, δεν πρέπει να γίνει κάτι
«έχω αμαρτίες Κολοκοτρωνέικες», έχω μεγάλα και αλλεπάλληλα βάσανα
«παίρνω πάνω μου την αμαρτία», αναλαμβάνω την ευθύνη παράνομης πράξης άλλου
6. «πληρώνω αμαρτίες», τιμωρούμαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποφέρω
7. «σιχαίνομαι κάποιον σαν τις αμαρτίες μου», δηλ. πάρα πολύ (για απεχθή πρόσωπα)
αρχ.
1. αστοχία, αποτυχία
2. σφάλμα, πλάνη
3. φρ. «ἁμαρτία δόξης», σφάλμα κρίσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτάνω.