συμφώνησις: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, das Zusammenstimmen, die Uebereinstimmung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, das Zusammenstimmen, die Übereinstimmung, Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:50, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφώνησις Medium diacritics: συμφώνησις Low diacritics: συμφώνησις Capitals: ΣΥΜΦΩΝΗΣΙΣ
Transliteration A: symphṓnēsis Transliteration B: symphōnēsis Transliteration C: symfonisis Beta Code: sumfw/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A agreement, 2 Ep.Cor.6.15.    II = συνίζησις, An.Ox.4.326.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, das Zusammenstimmen, die Übereinstimmung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνησις: -εως, ἡ, συμφωνία, Ἐκκλ.· συμβόλαιον, συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = συνίζησις, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326.

English (Strong)

from συμφωνέω; accordance: concord.

English (Thayer)

συμφωνησεως, ἡ (συμφωνέω), concord, agreement: πρός τινα, with one, 2 Corinthians 6:15. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συμφωνῶ
συμφωνητικό, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία
2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου).

Russian (Dvoretsky)

συμφώνησις: εως ἡ соглашение, согласие (τινι πρός τινα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφώνησις -εως, ἡ [συμφωνέω] overeenstemming, overeenkomst.

Chinese

原文音譯:sumfènhsij 沁-賀尼西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-聲音的
字義溯源:一致,同意,相和諧;源自(συμφωνέω)=協調),而 (συμφωνέω)出自(σύμφωνος)=和諧), (σύμφωνος)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(φωνή)*=聲音)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 相和偕(1) 林後6:15