καλλικρήδεμνος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kallikridemnos | |Transliteration C=kallikridemnos | ||
|Beta Code=kallikrh/demnos | |Beta Code=kallikrh/demnos | ||
|Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">with beautiful head-band</b>, ἄλοχοι <span class="bibl">Od.4.623</span>; θεά B.<span class="title">Scol.Fr.</span>5i22.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A with beautiful head-band, ἄλοχοι Od.4.623; θεά B.Scol.Fr.5i22.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.
Greek (Liddell-Scott)
καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν κρήδεμνον, ὡραῖον κάλυμμα κεφαλῆς, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 623.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles bandelettes.
Étymologie: καλός, κρήδεμνον.
English (Autenrieth)
(κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.
Greek Monolingual
καλλικρήδεμνος, ο, η (Α)
αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρή-δεμνος (< κρή-δεμνον), πρβλ. κυανο-κρή-δεμνος, λιπαρο-κρή-δεμνος].
Greek Monotonic
καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ (κρήδεμνον), αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
καλλικρήδεμνος: в красивой головной повязке (ἄλοχος Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.
Middle Liddell
καλλι-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, κρήδεμνον
with beautiful headband, Od.