κελαινόφρων: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelainofron | |Transliteration C=kelainofron | ||
|Beta Code=kelaino/frwn | |Beta Code=kelaino/frwn | ||
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"> | |Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[black-hearted]], μήτηρ <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span> 459</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:30, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A black-hearted, μήτηρ A.Eu. 459.
German (Pape)
[Seite 1414] ονος, von schwarzer, tückischer Gesinnung, Aesch. Eum. 437.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόφρων: -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «κακόκαρδος», κακόψυχος, ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit sombre, à l’âme noire, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, φρήν.
Greek Monolingual
κελαινόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. βαρύ-φρων, καρτερό-φρων)].
Greek Monotonic
κελαινόφρων: -ον (φρήν), κακόκαρδος, κακόψυχος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινόφρων -ον [κελαινός, φρήν] boosaardig.
Russian (Dvoretsky)
κελαινόφρων: 2, gen. ονος питающий черные замыслы, преступный (μήτηρ, т. е. Κλυταιμνήστρα Aesch.).