κοτυλήρυτος: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kotylirytos | |Transliteration C=kotylirytos | ||
|Beta Code=kotulh/rutos | |Beta Code=kotulh/rutos | ||
|Definition=ον, (ἀρύω) <span class="sense"> | |Definition=ον, (ἀρύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that can be drawn in cups]], i.e. [[flowing copiously]], [[streaming]], αἷμα <span class="bibl">Il.23.34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὄξος κ</b>. [[a measure of]] vinegar, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>539</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:00, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, (ἀρύω) A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34. 2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.
English (Autenrieth)
(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.
Greek Monolingual
κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ-ήρυτος, κυλικ-ήρυτος].
Greek Monotonic
κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλήρῠτος: который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий (αἷμα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
Middle Liddell
κοτῠλ-ήρῠτος, ον ἀρύω
that can be drawn in cups, i. e. flowing copiously, streaming, Il.