λαοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(1ba) |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laofthoros | |Transliteration C=laofthoros | ||
|Beta Code=laofqo/ros | |Beta Code=laofqo/ros | ||
|Definition=ον, <span class=sense><p> | |Definition=ον, <span class=sense><p><span class="bld">A</span> <b class='b2'>ruining the people, destructive</b>, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. <span class=bibl>Thgn.781</span></span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:40, 30 December 2020
English (LSJ)
ον,
A ruining the people, destructive, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.
Greek Monolingual
λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος, κοσμο-φθόρος.
Greek Monotonic
λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.
Middle Liddell
φθείρω
ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.