μινυνθάδιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], α, ον</b>" to "ᾰ], α, ον")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minynthadios
|Transliteration C=minynthadios
|Beta Code=minunqa/dios
|Beta Code=minunqa/dios
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], α, ον</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[short-lived]], μ. γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι <span class="bibl">Il.15.612</span>, cf. <span class="bibl">Od.19.328</span>; <b class="b3">μ. νοῦσος, ὕπνος</b>, <span class="bibl">A.R.2.856</span>, <span class="bibl">3.690</span>; μαζοί <span class="bibl">Tryph.603</span>: Comp. -ώτερος, ἄλγος <span class="bibl">Il.22.54</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later, [[small]], μ. γαίης <span class="bibl">Emp.85</span>; <b class="b3">μινυνθαδία· ἡ σελήνη</b>, Hsch.</span>
|Definition=[ᾰ], α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[short-lived]], μ. γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι <span class="bibl">Il.15.612</span>, cf. <span class="bibl">Od.19.328</span>; <b class="b3">μ. νοῦσος, ὕπνος</b>, <span class="bibl">A.R.2.856</span>, <span class="bibl">3.690</span>; μαζοί <span class="bibl">Tryph.603</span>: Comp. -ώτερος, ἄλγος <span class="bibl">Il.22.54</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later, [[small]], μ. γαίης <span class="bibl">Emp.85</span>; <b class="b3">μινυνθαδία· ἡ σελήνη</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:22, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μινυνθάδιος Medium diacritics: μινυνθάδιος Low diacritics: μινυνθάδιος Capitals: ΜΙΝΥΝΘΑΔΙΟΣ
Transliteration A: minynthádios Transliteration B: minynthadios Transliteration C: minynthadios Beta Code: minunqa/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,    A short-lived, μ. γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Il.15.612, cf. Od.19.328; μ. νοῦσος, ὕπνος, A.R.2.856, 3.690; μαζοί Tryph.603: Comp. -ώτερος, ἄλγος Il.22.54.    II later, small, μ. γαίης Emp.85; μινυνθαδία· ἡ σελήνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] kurz dauernd, kurze Zeit lebend; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν, Od. 19, 328; μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι, Il. 15, 612, vgl. 21, 84; auch μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο, 4, 478; μινυνθαδιώτερον ἄλγος, 22, 54; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 856.

Greek (Liddell-Scott)

μινυνθάδιος: -α, -ον, βραχυχρόνιος, βραχύβιος, μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Ἰλ. Ο. 612, πρβλ. Ὀδ. Τ. 328. - Συγκρ. -ιώτερος, Ἰλ. Χ. 54.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure peu, qui vit peu;
Cp. μινυνθαδιώτερος.
Étymologie: μίνυνθα.

English (Autenrieth)

comp. -διώτερος: lasting but a little while, brief, Il. 22.54, Il. 15.612.

Greek Monolingual

μινυνθάδιος, -ία, -ον (Α)
1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιοςμινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ'», Ομ. Ιλ.)
2. μικρός
3. το θηλ. ως ουσ.μινυνθαδία
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ- του επιρρ. μίνυνθα + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυφ-άδιος)].

Greek Monotonic

μῐνυνθάδιος: -α, -ον, βραχύβιος, σε Όμηρ.· συγκρ. μινυνθαδιώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μῐνυνθάδιος: (ᾰ)
1) недолгий, непродолжительный (αἰών, ἄλγος Hom.);
2) недолговечный (ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom.): μ. ἔμελλεν ἔσσεσθαι Hom. недолго предстояло жить (Гектору).

Middle Liddell

μῐνυνθάδιος, η, ον
shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.