μακροπώγων: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makropogon
|Transliteration C=makropogon
|Beta Code=makropw/gwn
|Beta Code=makropw/gwn
|Definition=ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[long-bearded]], name of a tribe, <span class="bibl">Str.11.2.1</span>.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[long-bearded]], name of a tribe, <span class="bibl">Str.11.2.1</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπώγων Medium diacritics: μακροπώγων Low diacritics: μακροπώγων Capitals: ΜΑΚΡΟΠΩΓΩΝ
Transliteration A: makropṓgōn Transliteration B: makropōgōn Transliteration C: makropogon Beta Code: makropw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, A long-bearded, name of a tribe, Str.11.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
à la longue barbe.
Étymologie: μακρός, πώγων.

Greek Monolingual

ο (Α μακροπώγων,-ωνος)
αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες
ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. βαθυ-πώγων, τραγο-πώγων)].

Greek Monotonic

μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ μούσι, σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρο-πώγων, ωνος, ὁ, ἡ,
long-bearded, Strab.