μυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myloeidis
|Transliteration C=myloeidis
|Beta Code=muloeidh/s
|Beta Code=muloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like a millstone]], βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ <span class="bibl">Il.7.270</span>, cf. <span class="bibl">Batr.213a</span>. Adv. -δῶς, περιδινεῖσθαι <span class="title">Placit.</span>2.2.4.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a millstone]], βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ <span class="bibl">Il.7.270</span>, cf. <span class="bibl">Batr.213a</span>. Adv. -δῶς, περιδινεῖσθαι <span class="title">Placit.</span>2.2.4.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλοειδής Medium diacritics: μυλοειδής Low diacritics: μυλοειδής Capitals: ΜΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: myloeidḗs Transliteration B: myloeidēs Transliteration C: myloeidis Beta Code: muloeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a millstone, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.7.270, cf. Batr.213a. Adv. -δῶς, περιδινεῖσθαι Placit.2.2.4.

German (Pape)

[Seite 217] ές, mühlenartig, mühlsteinartig; πέτρος, Il. 7, 270; Batrach. 212.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυλόπετραν, Λατ. molaris, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Βατρ. 217. Ἐπίρρ -δῶς, Θεοδώρητ. IV, 904B.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à une meule.
Étymologie: μύλη, εἶδος.

English (Autenrieth)

ές (εἶδος): like a millstone, Il. 7.270†.

Greek Monolingual

μηλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με μυλόπετρα.
επίρρ...
μυλοειδῶς (Α)
με τρόπο που θυμίζει κατεργασία με μυλόπετρα, σαν μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -ειδής].

Greek Monotonic

μῠλοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει μορφή μυλόπετρας, Λατ. molaris, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μῠλοειδής: похожий на жернов (πέτρος Hom., Batr.).

Middle Liddell

μῠλο-ειδής, ές εἶδος
like a millstone, Lat. molaris, Il.