νητός: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nitos
|Transliteration C=nitos
|Beta Code=nhto/s
|Beta Code=nhto/s
|Definition=ή, όν, ([[νέω]] C) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[heaped]], [[piled up]], ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο <span class="bibl">Od.2.338</span>.</span>
|Definition=ή, όν, ([[νέω]] C) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heaped]], [[piled up]], ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο <span class="bibl">Od.2.338</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:10, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νητός Medium diacritics: νητός Low diacritics: νητός Capitals: ΝΗΤΟΣ
Transliteration A: nētós Transliteration B: nētos Transliteration C: nitos Beta Code: nhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (νέω C) A heaped, piled up, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Od.2.338.

Greek (Liddell-Scott)

νητός: -ή, -όν, (νέω Β) ἐπισεσωρευμένος, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Ὀδ. Β. 338.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entassé, amoncelé.
Étymologie: adj. verb. de νέω⁴.

English (Autenrieth)

(νέω, νηέω): piled up, Od. 2.338†.

Greek Monolingual

(I)
νητός, -ή, -όν (Α) νηέω
ο συσσωρευμένος κάπου («ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», Ομ. Οδ.).
(II)
νητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει κλωσθεί, ο κλωσμένος, ο γνεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- του νήθω «γνέθω» + κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

νητός: -ή, -όν (νέω Δ), συσσωρευμένος, στοιβαγμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

νητός: νέω IV] собранный в кучу, нагроможденный (χρυσὸς καὶ χαλκός Hom.).

Middle Liddell

νητός, ή, όν [νέω4]
heaped, piled up, Od.