ξυστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksystikos
|Transliteration C=ksystikos
|Beta Code=custiko/s
|Beta Code=custiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for scraping]] : <b class="b3">ἡ -κή</b> [[the art of polishing]], Sch. D.T.p.110H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[corrosive]], χυμός Phylotim. ap. <span class="bibl">Ath.3.81b</span>, <span class="bibl">Gal. <span class="title">Nat.Fac.</span>2.9</span> ; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span>I ; of plasters, Orib.<span class="title">Fr.</span>88. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ξυστός) [[taking exercise in a xystus]]: hence, [[athlete]], [[xysticorum certationes]] <span class="bibl">Suet.<span class="title">Aug.</span>45</span> ; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023 ; ξ. ἀθληταί <span class="title">BCH</span>28.22 ; <b class="b3">ξ. σύνοδος</b> <span class="title">Athletic</span> Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. <span class="title">OGI</span>713.3 (Alexandria, iii A. D.) ; ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος <span class="title">IG</span>14.956<span class="hiitalic">B</span>19, cf. <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1178.2</span> (ii A. D.), etc.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for scraping]] : <b class="b3">ἡ -κή</b> [[the art of polishing]], Sch. D.T.p.110H. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[corrosive]], χυμός Phylotim. ap. <span class="bibl">Ath.3.81b</span>, <span class="bibl">Gal. <span class="title">Nat.Fac.</span>2.9</span> ; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span>I ; of plasters, Orib.<span class="title">Fr.</span>88. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (ξυστός) [[taking exercise in a xystus]]: hence, [[athlete]], [[xysticorum certationes]] <span class="bibl">Suet.<span class="title">Aug.</span>45</span> ; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023 ; ξ. ἀθληταί <span class="title">BCH</span>28.22 ; <b class="b3">ξ. σύνοδος</b> <span class="title">Athletic</span> Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. <span class="title">OGI</span>713.3 (Alexandria, iii A. D.) ; ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος <span class="title">IG</span>14.956<span class="hiitalic">B</span>19, cf. <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1178.2</span> (ii A. D.), etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστικός Medium diacritics: ξυστικός Low diacritics: ξυστικός Capitals: ΞΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: xystikós Transliteration B: xystikos Transliteration C: ksystikos Beta Code: custiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for scraping : ἡ -κή the art of polishing, Sch. D.T.p.110H. 2 corrosive, χυμός Phylotim. ap. Ath.3.81b, Gal. Nat.Fac.2.9 ; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.Febr.I ; of plasters, Orib.Fr.88. II (ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Suet.Aug.45 ; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023 ; ξ. ἀθληταί BCH28.22 ; ξ. σύνοδος Athletic Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. OGI713.3 (Alexandria, iii A. D.) ; ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG14.956B19, cf. PLond.3.1178.2 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 283] schabend, kratzend, bei Ath. III, 81 b χυμός, = στυπτικός. – Zum ξυστός gehörend, sich darin übend, Suet. Galb. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν· ἡ -κή, ἡ τέχνη τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) στυπτικός, Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.· ξυστικὴ σύνοδος, συνέλευσις τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ξυστικός, -ή, -όν) ξυστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά- η αμοιβή του εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το πλάνισμα, τη στίλβωση που έκανε
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστικόν- στυπτικό φάρμακο
αρχ.
1. ο στυπτικός
2. αυτός που γυμνάζεται στο ξυστόν, στο γυμναστήριο
3. το αρσ. ως ουσ.ξυστικός
ο αθλητής
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του ξυσίματος ή του στιλβώματος
5. φρ. «ξυστικὴ σύνοδος» — συνέλευση τών αθλητών στο ξυστόν, στο γυμναστήριο, αθλητική εταιρεία.