πεντηκοστύς: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentikostys | |Transliteration C=pentikostys | ||
|Beta Code=penthkostu/s | |Beta Code=penthkostu/s | ||
|Definition=ύος, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ύος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[body of fifty]], as a division of the Spartan army, <span class="bibl">Th.5.68</span> ; <b class="b3">κατὰ πεντηκοστῦς</b> (acc. pl.) <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span> 3.4.22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ύος, ἡ, A body of fifty, as a division of the Spartan army, Th.5.68 ; κατὰ πεντηκοστῦς (acc. pl.) X.An. 3.4.22.
German (Pape)
[Seite 559] ύος, ἡ, die Zahl funfzig, bes. eine Abtheilung Soldaten, nach Thuc. 5, 68 der vierte Theil des λόχος; vgl. Xen. An. 3, 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοστύς: -ύος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. τοῦ ἀριθμ. 50, ὁ ἀριθμὸς πεντήκοντα, μάλιστα ὡς διαίρεσις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατεύματος, Θουκ. 5. 68· κατὰ πεντηκοστῦς (αἰτιατ. πληθ.) Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 22· ἴδε λόχος.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
le nombre de cinquante ; particul. compagnie de cinquante hommes (4ᵉ partie du λόχος) à Sparte.
Étymologie: πεντήκοντα.
Greek Monolingual
-ύος, ἡ, Α
1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων
2. υποδιαίρεση, μονάδα του σπαρτιατικού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο-ντα + κατάλ. -στύς (πρβλ. μυριο-στύς)].
Greek Monotonic
πεντηκοστύς: -ύος, ἡ (πεντήκοντα), ο αριθμός πενήντα, ιδίως ως υποδιαίρεση του σπαρτιατικού στρατού, σε Θουκ.· κατὰ πεντηκοστῦς (αιτ. πληθ.), σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκοστύς -ύος, ἡ [πεντηκοστός] legerafdeling van vijftig man.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκοστύς: ύος ἡ (в Спарте) пентекостия, отряд в пятьдесят человек Thuc., Xen.
Middle Liddell
πεντηκοστύς, ύος, ἡ, πεντήκοντα
a number of fifty, esp. as a division of the Spartan army, Thuc.; κατὰ πεντηκοστῦς (acc. pl.) Xen.