πιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pistir | |Transliteration C=pistir | ||
|Beta Code=pisth/r | |Beta Code=pisth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ<b class="b3">, (πιπίσκω)</b> <span class="sense"> | |Definition=ῆρος, ὁ<b class="b3">, (πιπίσκω)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ποτίστρα]], Hsch. s.v. [[πισμός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πιπίσκω) A = ποτίστρα, Hsch. s.v. πισμός.
German (Pape)
[Seite 620] ῆρος, ὁ, = ποτιστήρ, ποτιστής (?).
Greek (Liddell-Scott)
πιστήρ: ῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτιστήρ, ποτιστής.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτίστρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. πῑ- του πίνω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστός [II], πισμός, πίστρα) + επίθημα -τήρ].