στανύω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stanyo | |Transliteration C=stanyo | ||
|Beta Code=stanu/w | |Beta Code=stanu/w | ||
|Definition=Cret. for [[ἵστημι]]:—Med., <b class="b3">πόλιν στανυέσθων</b> <span class="sense"> | |Definition=Cret. for [[ἵστημι]]:—Med., <b class="b3">πόλιν στανυέσθων</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[let them appoint]] an umpire city, <span class="title">GDI</span>5040.66.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 31 December 2020
English (LSJ)
Cret. for ἵστημι:—Med., πόλιν στανυέσθων A let them appoint an umpire city, GDI5040.66.
German (Pape)
[Seite 929] kretisch statt ἵστημι, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
στανύω: Κρητ. ἀντὶ ἵστημι. - Μέσ., στανύεσθαι πόλιν Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556, ἴδε Böckh σ. 416.
Greek Monolingual
Α (το μέσ.) στανύομαι
ορίζω ως διαιτητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ἵστημι που μαρτυρείται σε κρητική επιγραφή και είτε αποτελεί αρχαίο τ. (πρβλ. αβεστ. fra-stan-v-anti «προΐστανται») είτε αναλογικό σχηματισμό από ενεστ. σε -ύω (πρβλ. ανύω)].