τριήμερος: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triimeros
|Transliteration C=triimeros
|Beta Code=trih/meros
|Beta Code=trih/meros
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[living for three days]], <span class="bibl">M.Ant.4.50</span>: <b class="b3">τριήμερον, τό,</b> [[space of three days]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>553a10</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[living for three days]], <span class="bibl">M.Ant.4.50</span>: <b class="b3">τριήμερον, τό,</b> [[space of three days]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>553a10</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:10, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐήμερος Medium diacritics: τριήμερος Low diacritics: τριήμερος Capitals: ΤΡΙΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: triḗmeros Transliteration B: triēmeros Transliteration C: triimeros Beta Code: trih/meros

English (LSJ)

ον, A living for three days, M.Ant.4.50: τριήμερον, τό, space of three days, Arist.HA553a10.

Greek (Liddell-Scott)

τριήμερος: -ον, ὁ τριῶν ἡμερῶν, ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἡμερῶν, τί διαφέρει ὁ τριήμερος τοῦ τριγερηνίου; Μᾶρκος Ἀντ. 4. 50 - τριήμερον, τό, διάστημα χρονικὸν τριῶν ἡμερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, ἐν τέλ. (5. 20, 4). Ἐπίρρ. τριημέρως, τριημέρως βαδίσας ἐπὶ τὸ θανεῖν καὶ μετὰ ταῦτα ζῶν ὑποστρέψας Χρον. Πασχάλ. τ. 1, σ. 104, 18.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριήμερος, -ον, ΝΜΑ, και τρισήμερος, -ον, Α
1. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών («τριήμερο βρέφος»)
2. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες (α. «τριήμερη αποβολή από το σχολείο» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το τριήμερο(ν)
χρονικό διάστημα τριών ημερών («κατὰ τριήμερον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «τριήμερος πυρετός»
ιατρ. καλοήθης ίωση, οφειλόμενη σε ιό ο οποίος μεταδίδεται με το τσίμπημα του εντόμου Phlebotomus pappatasii, που ζει σε σπίτια στις παραμεσόγειες χώρες.
επίρρ...
τριημέρως ΜΑ
επί τρεις ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- / τρισ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ-ήμερος].