χρυσεόδμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chryseodmitos
|Transliteration C=chryseodmitos
|Beta Code=xruseo/dmhtos
|Beta Code=xruseo/dmhtos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[built]] or [[formed of gold]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 617</span> (lyr., but Herm. [[χρυσεοκμήτοισι]], [[gold-wrought]]).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[built]] or [[formed of gold]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 617</span> (lyr., but Herm. [[χρυσεοκμήτοισι]], [[gold-wrought]]).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόδμητος Medium diacritics: χρυσεόδμητος Low diacritics: χρυσεόδμητος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: chryseódmētos Transliteration B: chryseodmētos Transliteration C: chryseodmitos Beta Code: xruseo/dmhtos

English (LSJ)

ον, A built or formed of gold, A.Ch. 617 (lyr., but Herm. χρυσεοκμήτοισι, gold-wrought).

German (Pape)

[Seite 1379] l. d. für χρυσεόκμητος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος ἢ κατεσκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 616 ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χρυσεοκμήτοισι, ἐκ χρυσοῦ πεποιημένοις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait litt. bâti d’or.
Étymologie: χρυσός, δέμω.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + -δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό-δμητος, ενώ ο τ. χρυσεόκμητος με β' συνθετικό -κμητος < κάμνω «κάνω, φτειάχνω», (πρβλ. σιδηρό-κμητος)].

Greek Monotonic

χρῡσεόδμητος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόδμητος: v. l. χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).

Middle Liddell

χρῡσεό-δμητος, ον,
formed of gold, Aesch.