χρυσοφύλαξ: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysofylaks | |Transliteration C=chrysofylaks | ||
|Beta Code=xrusofu/lac | |Beta Code=xrusofu/lac | ||
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gold-keeper]], of gryphons, <span class="bibl">Hdt.4.13</span>,<span class="bibl">27</span>; σωρευτὰς χρημάτων καὶ χ. Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).150; [[treasurer]], θεοῦ <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>54</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[keeping money]], θύλακος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:04, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A gold-keeper, of gryphons, Hdt.4.13,27; σωρευτὰς χρημάτων καὶ χ. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).150; treasurer, θεοῦ E.Ion54. 2 keeping money, θύλακος Plu.Arist.24.
German (Pape)
[Seite 1383] ακος, Gold bewachend, Goldhüter; Beiwort der Greise, Her. 4, 13. 27; θεοῦ, in Delphi, Eur. Ion 54; auch θύλακος, Plut. Arist. 24.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων χρυσόν, θύλακος Πλουτ. Ἀριστείδ. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φύλαξ τοῦ χρυσοῦ, ἐπίθ. τῶν γρυπῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 13, 27· θησαυροφύλαξ, ταμίας, θεοῦ Εὐρ. Ἴων 54. 2) χρηματοφυλάκιον, βαλλάντιον, Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.
French (Bailly abrégé)
ύλακος (ὁ, ἡ)
gardien de l’or, gardien d’un trésor;
ὁ χρυσοφύλαξ, trésorier.
Étymologie: χρυσός, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ως επίθ. αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από κλοπή τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. (στους Δελφούς) θησαυροφύλακας, ταμίας
2. φρ. «θύλακος χρυσοφύλαξ» — βαλάντιο, θήκη για τη φύλαξη τών νομισμάτων (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο-φύλαξ)].
Greek Monotonic
χρῡσοφύλαξ: -ακος, ὁ, ἡ[ῠ], αυτός που φυλά τον χρυσό, χρυσοφύλαξ θύλακος, σάκος με χρήματα, σε Πλούτ.· ως ουσ., φύλακας χρυσού, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφύλαξ: ᾰκος (φῠ) adj. стерегущий золото (γρῦπες Her.): χ. θύλακος Plut. мешок для хранений золота.
ᾰκος ὁ хранитель золота (τοῦ θεοῦ Eur.).
Middle Liddell
χρῡ˘σο-φύλαξ, ακος,
keeping gold, χρ. θύλακος a money bag, Plut.:—as Subst. a gold-keeper, Hdt., Eur.