ψιθύρα: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psithyra | |Transliteration C=psithyra | ||
|Beta Code=yiqu/ra | |Beta Code=yiqu/ra | ||
|Definition=[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the [[ἄσκαρος]], <span class="bibl">Poll.4.60</span>; <span class="sense"> | |Definition=[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the [[ἄσκαρος]], <span class="bibl">Poll.4.60</span>; <span class="sense"><span class="bld">A</span> ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.<span class="title">Inach.</span> in <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>692 iii 1</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:05, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the ἄσκαρος, Poll.4.60; A ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.Inach. in PTeb.692 iii 1 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit ἄσκαρος.
Greek (Liddell-Scott)
ψιθύρα: ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν ὄργανον, μάγαδις, Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60.
Greek Monolingual
ἡ, Α
λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα λύρα, κινύρα, κιθάρα.