ἀμφικέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfikefalos
|Transliteration C=amfikefalos
|Beta Code=a)mfike/falos
|Beta Code=a)mfike/falos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[two-headed]], <span class="bibl">Eub.107.10</span> (in poet. form [[ἀμφικέφαλλος]]); of the [[ἀμφίσβαινα]], Gal.14.243; <b class="b3">σκέλους τὸ ἀ</b>., i.e. the thighbone, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>404a5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of a couch, [[having two places for the head]], i.e. [[two ends]], κλίνη <span class="title">IG</span>1.277d (<b class="b3">-κνέφαλλος</b> wrongly cited by <span class="bibl">Poll.10.36</span>).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[two-headed]], <span class="bibl">Eub.107.10</span> (in poet. form [[ἀμφικέφαλλος]]); of the [[ἀμφίσβαινα]], Gal.14.243; <b class="b3">σκέλους τὸ ἀ</b>., i.e. the thighbone, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>404a5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of a couch, [[having two places for the head]], i.e. [[two ends]], κλίνη <span class="title">IG</span>1.277d (<b class="b3">-κνέφαλλος</b> wrongly cited by <span class="bibl">Poll.10.36</span>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:36, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικέφᾰλος Medium diacritics: ἀμφικέφαλος Low diacritics: αμφικέφαλος Capitals: ΑΜΦΙΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: amphiképhalos Transliteration B: amphikephalos Transliteration C: amfikefalos Beta Code: a)mfike/falos

English (LSJ)

ον, A two-headed, Eub.107.10 (in poet. form ἀμφικέφαλλος); of the ἀμφίσβαινα, Gal.14.243; σκέλους τὸ ἀ., i.e. the thighbone, Arist.HA404a5. II of a couch, having two places for the head, i.e. two ends, κλίνη IG1.277d (-κνέφαλλος wrongly cited by Poll.10.36).

German (Pape)

[Seite 139] zweiköpfig, κλίνη, VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. ἀμφικνέφαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικέφᾰλος: -ον, δικέφαλος, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ ὀστοῦν τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, Πολυδ. 10. 36· «κλίνη ἀμφικέφαλος: ἡ ἔχουσα ἑκατέρωθεν ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. κλίνη· ἀμφ. καθέδρα Συνέσ. 158C (πρβλ. ἀμφικνέφαλλος).

Spanish (DGE)

(ἀμφικέφᾰλος) -ον

• Grafía: graf. ἀμφικνέφαλος Synes.Ep.3, ἀμφικνέφαλλος Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)

• Morfología: [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) SEG 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]
1 bicéfalo, de dos cabezasde animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.
2 de dos apófisisdel fémur, Arist.HA 494a5.
3 con dos cabeceras κλίνη IG 12.330.7, Pl.Com.34, SEG l.c., Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφικέφαλος, -ον (ΑΜ) κεφαλή
δικέφαλος
μσν.
1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο
2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές
αρχ.
φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει εξογκώσεις στα δύο άκρα του).
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι- + -κέφαλος < κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικέφᾰλος: двуглавый: σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον Arst. двуглавая часть ноги, т. е. бедренная кость (μηρός).