ἀμφιστρεφής: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfistrefis | |Transliteration C=amfistrefis | ||
|Beta Code=a)mfistrefh/s | |Beta Code=a)mfistrefh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turning all ways]], of a dragon's three heads, <span class="bibl">Il. 11.40</span> (v.l. [[ἀμφιστεφέες]]):—also ἀμφι-στραφής, Diotog. ap. Stob.4.7.62.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 31 December 2020
English (LSJ)
ές, A turning all ways, of a dragon's three heads, Il. 11.40 (v.l. ἀμφιστεφέες):—also ἀμφι-στραφής, Diotog. ap. Stob.4.7.62.
German (Pape)
[Seite 144] umwunden, in einander verwickelt, Hom. einmal, Iliad. 11, 40 κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, v. l. ἀμφιστεφέες, Aristarch schrieb mit ρ, s. Scholl. Didym. u. vgl. Apoll. lex. 26, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστρεφής: -ές, συμπεπλεγμένος, ἐπὶ τῶν τριῶν τοῦ δράκοντος κεφαλῶν, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, ἀλλήλαις συμπεπλεγμέναι, Ἰλ. Λ. 40, ἔνθα πρότερον ἦτο ἀμφιστρεφέες: - ὡσαύτως ἀμφιστραφής, Διοτογεν. παρὰ Στοβ. 331. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’enroule autour.
Étymologie: ἀμφί, στρέφω.
English (Autenrieth)
(στρέφω): turning all ways, Il. 11.40†.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): tb. ἁμφιστραφής Diotog.2 (p.533)
que se revuelve en todos los sentidos (δράκων) κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες Il.11.40
•fig. flexible βασιλεύς Diotog.l.c.
Greek Monolingual
ἀμφιστρεφής, -ές (Α)
αυτός που στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις (λέγεται για τα τρία κεφάλια του δράκοντα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -στρεφὴς < στρέφος < στρέφω.
Greek Monotonic
ἀμφιστρεφής: -ές (στρέφω), αυτός που γυρίζει προς όλες τις μεριές, λέγεται για τα κεφάλια δράκοντα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιστρεφής: поворачивающийся во все стороны, извивающийся (κεφαλαὶ δράκοντος Hom.).