ἀνασχετός: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaschetos | |Transliteration C=anaschetos | ||
|Beta Code=a)nasxeto/s | |Beta Code=a)nasxeto/s | ||
|Definition=Ep. ἀνσχετός, όν, <span class="sense"> | |Definition=Ep. ἀνσχετός, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[endurable]], <span class="bibl">Thgn.119</span>: mostly with negat., ου' γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται <span class="bibl">Od.2.63</span>; πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀ. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>919</span>; φρέμματ' ούκ ἀ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>182</span>; so with a question expecting a negative answer, S <span class="title">Ph.</span> 987: <b class="b3">οὐκ ἀ. [ἐστι</b>], c. acc. et inf., <span class="bibl">Hdt.1.207</span>, cf. <span class="bibl">3.81</span>,<span class="bibl">8.142</span>; ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀ. <span class="bibl">S. <span class="title">Tr.</span>721</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">OC</span>1652</span>; οὐκ ἀ. ποιεῖσθαί τι <span class="bibl">Hdt. 7.163</span>: abs., οὐκέτι ἀ. ἐποιοῦντο <span class="bibl">Th.1.118</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:35, 31 December 2020
English (LSJ)
Ep. ἀνσχετός, όν, A endurable, Thgn.119: mostly with negat., ου' γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Od.2.63; πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀ. A.Pr.919; φρέμματ' ούκ ἀ. Id.Th.182; so with a question expecting a negative answer, S Ph. 987: οὐκ ἀ. [ἐστι], c. acc. et inf., Hdt.1.207, cf. 3.81,8.142; ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀ. S. Tr.721, cf. OC1652; οὐκ ἀ. ποιεῖσθαί τι Hdt. 7.163: abs., οὐκέτι ἀ. ἐποιοῦντο Th.1.118.
German (Pape)
[Seite 210] p. ἀνσχετός, was auszuhalten ist, erträglich, ἔργα Od. 2, 63; ὕβρις Her. 7, 163; πτώματα, θρέμματα, Aesch. Prom. 921 Spt. 164; Soph. Phil. 975; Thuc. 1, 48. 2, 21 und sonst, meist mit der Negation; οὐκ ἀνασχετὰ δρᾶν; vgl. Ar. Pax 1145.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχετός: Ἐπ. ἀνσχετός, όν, (ἀνέχομαι) ὃν δύναταί τις νὰ ἀνέχηται, νὰ ὑπομένῃ, ἀνεκτός, ὑποφερτός, Θέογν. 119, Σοφ. Φ. 987· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, Ὀδ. Β. 63· πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀν. Αἰσχύλ. Πρ. 919· θρέμματ’ οὐκ ἀν. ὁ αὐτ. Θ. 182: ― οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 3. 81., 8. 142· ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν Σοφ. Τρ. 721, πρβλ. Ο. Κ. 1652· οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 163.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
supportable, tolérable ; οὐκ ἀνασχετός intolérable ; οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαι HDT, οὐκ ἀνασχετὸν ἡγεῖσθαι PLUT juger intolérable.
Étymologie: ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ép. ἀνσχ- Od.2.63; jón. ἀσχ- Thgn.119
soportable, tolerable, ἄτη Thgn.l.c.
•en gener. en litotes οὐ γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Od.l.c., πτώματ' οὐκ ἀ. A.Pr.919, θρέμματ' οὐκ ἀ. A.Th.181, κακοὶ ... οὐκ ἀ. A.Fr.676, ὕβριν οὐκ ἀ. Hdt.3.127, τόλμημα ... οὐκ ἀ. Ar.Pl.419, Ἀνάσχετος οὐκ ἀνασχετός Anásqueto (o El Soportable) no es soportable hablando de juegos de palabras derivados de homónimos, Arist.Rh.1412b12
•c. dat. δρόμους παλαίστρας τ' οὐκ ἀνασχετοὺς ἐμοί estadios y palestras insoportables para mí E.Andr.599, οὐ γὰρ ἀνασχετὸν τοῦτο γ' ἐλευθέρῳ esto es intolerable para un nombre libre Ar.Ec.941
•c. inf. u oraciones varias, en aposición τὸ δ' ἦν ἄρ' οὐκ ... ἀνασχετόν, σιγᾶν κλύοντα δεινά E.Fr.334.4, ταῦτα δῆτ' ἀνασχετά, εἰ ... S.Ph.987, o haciendo de sujeto ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀ. S.Tr.721, οὐδ' ἀνασχετοῦ βλέπειν S.OC 1652, cf. Hdt.1.207, ἐς ... ὕβριν πεσεῖν ἐστὶ οὐδαμῶς ἀ. Hdt.3.81
•afirmativo, pero esperando respuesta negativa ταῦτ' οὐν ἀνασχέτ' ἐστίν ... τούτους ὑβρίζειν εἰς ἔμ'; Ar.Pl.898
•abs. subst. γυναῖκες, οὐχ ἀνασχέτ' mujeres, no lo puedo soportar E.Hipp.354
•οὐκ ἀνασχετὸν ποιησάμενος haciendo una cosa intolerable Hdt.7.163, cf. Th.1.118, Plu.2.794d.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασχετός και ἀνσχετός, -όν) ανέχω
ανεκτός, υποφερτός
νεοελλ.
αυτός που είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί, περιορίσιμος.
Greek Monotonic
ἀνασχετός: Επικ. ἀνσχετός, -όν (ἀνέχομαι), ανεκτός, υποφερτός, σε Θέογν., Σοφ.· κυρίως με αρνητ., οὐκ ἀνσχετά, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· οὐκ ἀνασχετόν (ἐστι), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασχετός: поэт. ἀνσχετός 2 выносимый: ταῦτα δῆτ᾽ ἀνασχετά; Soph. разве это можно терпеть?; οὐκ ἀ. Hom., Aesch., Her., Thuc., Arst., Plut. невыносимый, нестерпимый.