ἰσχέγαον: Difference between revisions
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischegaon | |Transliteration C=ischegaon | ||
|Beta Code=i)sxe/gaon | |Beta Code=i)sxe/gaon | ||
|Definition=τό, (ἴσχω, γῆ) <span class="sense"> | |Definition=τό, (ἴσχω, γῆ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[retaining wall]], <span class="title">SIG</span>241<span class="title">A</span>7, 247<span class="title">I</span>214 (Delph., iv B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχέγαον]], τὸ (Α)<br />[[τοίχος]] που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.]. | |mltxt=[[ἰσχέγαον]], τὸ (Α)<br />[[τοίχος]] που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 1 January 2021
English (LSJ)
τό, (ἴσχω, γῆ) A retaining wall, SIG241A7, 247I214 (Delph., iv B.C.).
Greek Monolingual
ἰσχέγαον, τὸ (Α)
τοίχος που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. έχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -γαον (< γαῖα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].