ὀβολοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ovolostatis
|Transliteration C=ovolostatis
|Beta Code=o)bolosta/ths
|Beta Code=o)bolosta/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[weigher of obols]], i. e. [[petty usurer]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1155</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>154</span>, <span class="bibl">Antiph.168</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>8.7</span>, <span class="bibl">Onos.1.20</span> ; but <b class="b3">ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες</b> Sch.<span class="bibl">Aeschin.1.39</span> : perh. from [[στῆσαι]], = [[δανεῖσαι]] ; cf. [[στάσιμος]] and Hsch. s. vv. <b class="b3">ὀβολοστάτης, ἱστάνειν</b> :—fem. ὀβολο-στάτις, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ax.</span>367b</span>, <span class="bibl">Poll.3.112</span> : hence ὀβολο-στᾰτική (sc. [[τέχνη]]), ἡ, [[the trade of a petty usurer]], and generally, [[usury]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1258b2</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[weigher of obols]], i. e. [[petty usurer]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1155</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>154</span>, <span class="bibl">Antiph.168</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>8.7</span>, <span class="bibl">Onos.1.20</span> ; but <b class="b3">ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες</b> Sch.<span class="bibl">Aeschin.1.39</span> : perh. from [[στῆσαι]], = [[δανεῖσαι]] ; cf. [[στάσιμος]] and Hsch. s. vv. <b class="b3">ὀβολοστάτης, ἱστάνειν</b> :—fem. ὀβολο-στάτις, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ax.</span>367b</span>, <span class="bibl">Poll.3.112</span> : hence ὀβολο-στᾰτική (sc. [[τέχνη]]), ἡ, [[the trade of a petty usurer]], and generally, [[usury]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1258b2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:20, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβολοστάτης Medium diacritics: ὀβολοστάτης Low diacritics: οβολοστάτης Capitals: ΟΒΟΛΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: obolostátēs Transliteration B: obolostatēs Transliteration C: ovolostatis Beta Code: o)bolosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) A weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20 ; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perh. from στῆσαι, = δανεῖσαι ; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. ὀβολο-στάτις, Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence ὀβολο-στᾰτική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol.1258b2.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der v. l. ὀβολοστάτις. Vgl. Poll. 3, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς δανειστής, τοκογλύφος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ ὀβολοστάτης γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. τέχνη) ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τοκογλύφου καὶ καθόλου τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
usurier.
Étymologie: ὀβολός, ἵστημι.

Greek Monolingual

ὀβολοστάτης, -ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, -ιδος (Α)
αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῑα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. θερμο-στάτης, λυχνο-στάτης].

Greek Monotonic

ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. τέχνη), , το επάγγελμα του τοκογλύφου, τοκογλυφία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολοστάτης: ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.

Middle Liddell

ὀβολο-στά˘της, ου, ὁ, ἵστημι
a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.