ὀκτάρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktarrizos
|Transliteration C=oktarrizos
|Beta Code=o)kta/rrizos
|Beta Code=o)kta/rrizos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with eight roots]], <b class="b3">ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα</b>, of a stag'shorns, [[with eight points]], AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with eight roots]], <b class="b3">ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα</b>, of a stag'shorns, [[with eight points]], AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:25, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάρριζος Medium diacritics: ὀκτάρριζος Low diacritics: οκτάρριζος Capitals: ΟΚΤΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: oktárrizos Transliteration B: oktarrizos Transliteration C: oktarrizos Beta Code: o)kta/rrizos

English (LSJ)

ον, A with eight roots, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, of a stag'shorns, with eight points, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων ὀκτὼ ῥίζας, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου ἐχόντων κλαδίσκους, Ἀνθ. Π. 6. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a huit racines ou ramifications.
Étymologie: ὀκτώ, ῥίζα.

Greek Monolingual

ὀκτάρριζος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες
2. (για τα κλαδωτά κέρατα της ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά-ρριζος].

Greek Monotonic

ὀκτάρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που έχει οκτώ ρίζες· λέγεται για κέρατα αρσενικού ελαφιού, που διακλαδώνονται σε οκτώ άκρες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάρριζος: имеющий восемь ветвей, восьмиконечный: ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (sc. τῆς ἐλάφου) Anth. восьмиконечное оружие на лбу (о рогах оленя).

Middle Liddell

ὀκτάρ-ριζος, ον, ῥίζα
with eight roots: of a stag's horns, with eight points, Anth.