Ὀρχομενός: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Orchomenos | |Transliteration C=Orchomenos | ||
|Beta Code=*)orxomeno/s | |Beta Code=*)orxomeno/s | ||
|Definition=ὁ, also ἡ (<span class="bibl">Th.1.113</span>, <span class="bibl">A.R.4.257</span>), the name of several Greek cities, the most famous of which was <b class="b3">Ὀρχομενὸς Μινύειος</b> in Boeotia, <span class="bibl">Il.2.511</span>, etc.:—Adj. Ὀρχομένιος, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>7</span>, <span class="bibl">Hdt.9.16</span>, <span class="title">SIG</span> 519.7 (Aegium, iii B. C.), <span class="bibl">Str.9.2.40</span> :—hence Ὀρχομενίζω, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, also ἡ (<span class="bibl">Th.1.113</span>, <span class="bibl">A.R.4.257</span>), the name of several Greek cities, the most famous of which was <b class="b3">Ὀρχομενὸς Μινύειος</b> in Boeotia, <span class="bibl">Il.2.511</span>, etc.:—Adj. Ὀρχομένιος, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>7</span>, <span class="bibl">Hdt.9.16</span>, <span class="title">SIG</span> 519.7 (Aegium, iii B. C.), <span class="bibl">Str.9.2.40</span> :—hence Ὀρχομενίζω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[side with the Orchomenians]], <span class="bibl">Hellanic.81</span> J. (but perh. not Hellanic.).—The old Boeot. form was Ἐρχ-, and this is found in Inscrr. and on coins to the time of Alexander, <span class="title">SIG</span>60 (v B. C.), <span class="title">IG</span>7.3166, al., <b class="b2">BMus.Cat.Coins Central Greece</b> p.54: the Arcadian Orchomenians are similarly Ἐρχομένιοι <span class="title">SIG</span>31.12 (Delph., v B. C.), Ἐρχομίνιοι <span class="title">IG</span>5(2).343 (Orchom. Arc., iv B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:30, 1 January 2021
English (LSJ)
ὁ, also ἡ (Th.1.113, A.R.4.257), the name of several Greek cities, the most famous of which was Ὀρχομενὸς Μινύειος in Boeotia, Il.2.511, etc.:—Adj. Ὀρχομένιος, Hp.Ulc.7, Hdt.9.16, SIG 519.7 (Aegium, iii B. C.), Str.9.2.40 :—hence Ὀρχομενίζω, A side with the Orchomenians, Hellanic.81 J. (but perh. not Hellanic.).—The old Boeot. form was Ἐρχ-, and this is found in Inscrr. and on coins to the time of Alexander, SIG60 (v B. C.), IG7.3166, al., BMus.Cat.Coins Central Greece p.54: the Arcadian Orchomenians are similarly Ἐρχομένιοι SIG31.12 (Delph., v B. C.), Ἐρχομίνιοι IG5(2).343 (Orchom. Arc., iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὀρχομενός: ὁ, καὶ ἡ (Θουκ. 1. 113, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 257), ὄνομα πολλῶν Ἑλλην. πόλεων, ὧν ἡ ὀνομαστοτάτη ἦτο Ὀρχομενὸς Μινύειος ἐν Βοιωτίᾳ, Ὅμηρ., κλ., πρβλ. Müller’s Orchom. u. die Minyer. Οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Ὀρχομένιοι, οἱ, Στράβ. 414· ἐντεῦθεν Ὀρχομενίζω, φρονῶ τὰ τῶν Ὀρχομενίων, Ἑλλάνικος 49. - Ὁ ἀρχαῖος Βοιωτικὸς τύπος ἦτο Ἐρχ-, οὗτος δὲ εὑρίσκεται ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 722, Keil Ἐπιγραφ. Βοιωτ. 1, Mionnet. Suppl 3, σ. 516.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
Orchomène;
1 ville de Béotie;
2 ville d’Arcadie.
Étym. myc. o-ko-me-no, d’orig. inc.
English (Autenrieth)
Orchomenus.—(1) Μινύειος, Minyian, a very ancient city on Lake Copāis in Boeotia, seat of the treasure-house of Minyas, Il. 2.511, Od. 11.284.—(2) a city in Arcadia, Il. 2.605.
English (Slater)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ Ὀρχομενός, Α και Ἐρχομενός)
ονομασία πόλης της Βοιωτίας και άλλων ελληνικών περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχαιότερος τ. της λ. είναι Ἐρχομενός, από τον οποίο προήλθε το Ὀρχομενός, πιθ. με προληπτική αφομοίωση. Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στα τοπωνύμια ekomeno, okomeno. Η σύνδεση του τοπωνυμίου αυτού με τη λ. ὄρχος «σειρά αμπέλων ή δένδρων, κήπος» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο σημασιολογικές όσο και μορφολογικές, λόγω της παρουσίας αρκτικού -ε- αντί ο- στον αρχικό τ. Ἐρχομενός, καθώς και της απουσίας αρκτικού F- στους μυκηναϊκούς τ.].
Greek Monotonic
Ὀρχομενός: ὁ ή ἡ, όνομα διαφόρων ελληνικών πόλεων, μεταξύ των οποίων η διασημότερη είναι ο Ὀρχομενὸς Μινύειος στη Βοιωτία, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Ὀρχομενός: ὁ и ἡ Орхомен
1) город в Беотии, древняя столица Миниев Her., Xen. etc.;
2) город в Аркадии Hom., Xen. etc.
Frisk Etymological English
Meaning: town in Boeotia.
Other forms: Also ᾽Ερχομενός.
Etymology: A town in Illyria is called Ὀργομεναί (Schwyzer 67). Clearly a Pre-Greek name.
Middle Liddell
Ὀρχομενός,
the name of several Greek cities, the most famous being Ὀ. Μινύειος in Boeotia, Hom.