κωλυσίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον</b>" to "ῐ], ον")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolysideipnos
|Transliteration C=kolysideipnos
|Beta Code=kwlusi/deipnos
|Beta Code=kwlusi/deipnos
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ον</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[interrupting the banquet]], applied to a species of [[κοχλίας]], Apollod. ap. <span class="bibl">Ath.2.63d</span>, cf. Plu.2.726a.</span>
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[interrupting the banquet]], applied to a species of [[κοχλίας]], Apollod. ap. <span class="bibl">Ath.2.63d</span>, cf. Plu.2.726a.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:55, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσίδειπνος Medium diacritics: κωλυσίδειπνος Low diacritics: κωλυσίδειπνος Capitals: ΚΩΛΥΣΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: kōlysídeipnos Transliteration B: kōlysideipnos Transliteration C: kolysideipnos Beta Code: kwlusi/deipnos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A interrupting the banquet, applied to a species of κοχλίας, Apollod. ap. Ath.2.63d, cf. Plu.2.726a.

German (Pape)

[Seite 1543] das Gastmahl aufhaltend, hindernd, Plut. Symp. 8, 6, 1, vgl. Ath. II, 63 d.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσίδειπνος: -ον, ὁ κωλύων τινὰ νὰ δειπνῇ ἐν τῇ ὡρισμένῃ ὥρᾳ μὴ προσερχόμενος εἰς τὸ δεῖπνον ἐγκαίρως, ὄνομα εἴδους κοχλιῶν, οἱ κωλύοντες τὸ δεῖπνον, ἐμποδίζοντες νὰ φάγῃ τις ἄλλα φαγητά, Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 63D, Πλούτ. 2. 726Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui empêche de souper.
Étymologie: κωλύω, δεῖπνον.

Greek Monolingual

κωλυσίδειπνος, -ον (Α)
(για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή του δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό-δειπνος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡσίδειπνος: (σῐ) шутл. мешающий пиру (об опаздывающих сотрапезниках) Plut.