καλάμινος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalaminos | |Transliteration C=kalaminos | ||
|Beta Code=kala/minos | |Beta Code=kala/minos | ||
|Definition=[λᾰ], η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of reed]], οἰκίαι <span class="bibl">Hdt.5.101</span>; | |Definition=[λᾰ], η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of reed]], οἰκίαι <span class="bibl">Hdt.5.101</span>; [[ὀϊστοί]], [[τόξα]], <span class="bibl">Id.7.61</span>, <span class="bibl">65</span>; Χάραξ <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.393.6</span> (iii B.C.); [[σῦριγξ]], [[αὐλός]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>719</span>, <span class="bibl">Ath. 4.182d</span>; <b class="b3">κ. πλέγμα</b> cheese-[[crate]], <span class="bibl">Poll.7.173</span>: <b class="b3">σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν</b> with legs [[like reeds]], <span class="bibl">Pl.Com.184.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[of cane]], [[bamboo]], <b class="b3">πλοῖα κ</b>. <span class="bibl">Hdt.3.98</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 1 January 2021
English (LSJ)
[λᾰ], η, ον, A of reed, οἰκίαι Hdt.5.101; ὀϊστοί, τόξα, Id.7.61, 65; Χάραξ PSI4.393.6 (iii B.C.); σῦριγξ, αὐλός, Ar.Fr.719, Ath. 4.182d; κ. πλέγμα cheese-crate, Poll.7.173: σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν with legs like reeds, Pl.Com.184.3. II of cane, bamboo, πλοῖα κ. Hdt.3.98.
German (Pape)
[Seite 1307] von Rohr; πλοῖα Her. 3, 93; οἰκία 5, 101; αὐλός Ath. IV, 182 d Poll. 10, 153, wie σύριγγες 4, 67.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de roseau, fait en roseau.
Étymologie: κάλαμος.
Greek Monolingual
-η, -ο και καλαμένιος, -α, -ο (AM καλάμινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.)
αρχ.
αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ινος (νεοελλ. και -ένιος)].
Greek Monotonic
κᾰλάμῐνος: -η, -ον (κάλᾰμος),
I. καλαμένιος, φτιαγμένος από καλάμι, σε Ηρόδ.
II. κατασκευασμένος από βέργες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλάμῐνος: (λᾰ)
1) тростниковый, камышовый (οἰκίαι, τόξα Her.): τὸ καλάμινον πῦρ Arst. огонь горящего камыша;
2) бамбуковый (πλοῖα Her.): καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται Her. каждая лодка делается из одного (лишь) колена бамбука.
Middle Liddell
κᾰλάμῐνος, η, ον [κάλᾰμος]
I. made of reed, Hdt.
II. made of cane, Hdt.