υποσκελίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποσκελίζω]], ΝΜΑ<br />[[ρίχνω]] [[κάτω]] με [[τρικλοποδιά]], πεδικλώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παραγκωνίζω]], [[παραμερίζω]] κάποιον με [[πλάγια]] [[μέσα]] («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη [[θέση]] του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[καταβάλλω]], [[εξασθενίζω]] («πολὺς γὰρ [[[οἶνος]]] εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῑον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[ξεριζώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπονομεύω]] («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῑν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκελίζω]] «[[ρίχνω]] [[κάτω]]»].
|mltxt=[[ὑποσκελίζω]], ΝΜΑ<br />[[ρίχνω]] [[κάτω]] με [[τρικλοποδιά]], πεδικλώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παραγκωνίζω]], [[παραμερίζω]] κάποιον με [[πλάγια]] [[μέσα]] («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη [[θέση]] του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[καταβάλλω]], [[εξασθενίζω]] («πολὺς γὰρ ([[οἶνος]]) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῑον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[ξεριζώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπονομεύω]] («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῑν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκελίζω]] «[[ρίχνω]] [[κάτω]]»].
}}
}}

Revision as of 16:20, 12 January 2021

Greek Monolingual

ὑποσκελίζω, ΝΜΑ
ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω
νεοελλ.
μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω («πολὺς γὰρ (οἶνος) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῑον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)
2. ξεριζώνω
3. μτφ. υπονομεύω («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῑν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκελίζω «ρίχνω κάτω»].